Ancient Greek-English Dictionary Language

βασιλικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βασιλικός βασιλική βασιλικόν

Structure: βασιλικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: like basi/leios

Sense

  1. royal, kingly, regal

Examples

  • πάλιν ὁ Ἀγαμέμνων ἐν μὲν τοῖσ περὶ τὴν ἐκκλησίαν γιγνομένοισ καὶ λεγομένοισ ὑπ’ αὐτοῦ καταγέλαστόσ ἐστιν, ἐν δὲ τοῖσ περὶ Χρυσηίδα σεμνότεροσ καὶ βασιλικώτεροσ. (Plutarch, Quomodo adolescens poetas audire debeat, chapter, section 8 18:1)
  • καὶ γὰρ εἶναι δοκεῖσ Ἀμουλίου βασιλικώτεροσ. (Plutarch, chapter 7 5:3)
  • "ἀλλ’ ὡσ ὁ Κῦροσ ἔλεγε πρὸσ Λακεδαιμονίουσ γράφων, ὅτι τὰ τ’ ἄλλα τοῦ ἀδελφοῦ βασιλικώτεροσ εἰή καὶ φέροι καλῶσ πολὺν ἄκρατον. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 7:4)
  • λεα ων γε μὴν καὶ βασιλικώτεροσ. (Polybius, Histories, book 22, d. olymp. 148, 3. res aegypti 1:25)

Synonyms

  1. royal

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION