Ancient Greek-English Dictionary Language

βασιλικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βασιλικός βασιλική βασιλικόν

Structure: βασιλικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: like basi/leios

Sense

  1. royal, kingly, regal

Examples

  • ἀλλ’ Ἀλέξανδροσ, ὡσ ἐοίκε, τοῦ νικᾶν τοὺσ πολεμίουσ τὸ κρατεῖν ἑαυτοῦ βασιλικώτερον ἡγούμενοσ, οὔτε τούτων ἔθιγεν οὔτε ἄλλην ἔγνω γυναῖκα πρὸ γάμου, πλὴν Βαρσίνησ. (Plutarch, Alexander, chapter 21 4:1)
  • αὐτὸσ δὲ οὐκ ἐκέκτητο πλείω τῶν ἀναγκαίων, ἀλλὰ τοῦ πλουτεῖν ἔλεγε τὸ πλουτίζειν εἶναι βασιλικώτερον. (Plutarch, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 1 1:1)
  • αὐτὸσ δὲ οὐκ ἐκέκτητο πλείω τῶν ἀναγκαίων, ἀλλὰ τοῦ πλουτεῖν ἔλεγε τὸ πλουτίζειν εἶναι βασιλικώτερον. (Plutarch, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 12)
  • ἡγεῖτο δὲ τῆσ στρατιᾶσ Γράγχοσ Κοίλιοσ, ἀνὴρ δραστήριοσ ἀρχῇ κοσμηθεὶσ αὐτοκράτορι, ἣν ἐπὶ τὸ βασιλικώτερον ἐξήγαγεν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 22 6:2)
  • ̓τω πανταχῇ ἐπιπονώτερον ψυχὴ καὶ ταλαιπωρότερον σώματοσ, ὅμωσ δὲ θειότερον καὶ βασιλικώτερον. (Dio, Chrysostom, Orationes, 76:7)
  • Ἀρτοξέρξησ ὁ Ξέρξου, ὁ μακρόχειρ προσαγορευθεὶσ διὰ τὸ τὴν ἑτέραν χεῖρα μακροτέραν ἔχειν, ἔλεγεν ὅτι τὸ προσθεῖναι τοῦ ἀφελεῖν βασιλικώτερόν ἐστι. (Plutarch, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 11)

Synonyms

  1. royal

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION