Ancient Greek-English Dictionary Language

αὐστηρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: αὐστηρός αὐστηρά̄ αὐστηρόν

Structure: αὐστηρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: au)/w to dry

Sense

  1. bitter, harsh

Examples

  • "εἴδη δ’ αὐτοῦ δύο, ὁ αὐστηρὸσ καὶ ὁ γλυκάζων οὗτοσ δὲ τοιοῦτοσ γίνεται ὅταν ὑπὸ τὸν τρυγητὸν νότοι πνεύσωσι, παρ’ ὃ καὶ μελάντεροσ γίνεται, ὁ δὲ μὴ οὕτω τρυγηθεὶσ αὐστηρόσ τε καὶ τῷ χρώματι κιρρόσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 485)
  • "ὁ Μαρσικὸσ δὲ πάνυ αὐστηρόσ, εὐστόμαχοσ δέ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 4819)
  • "Αἰκουανὸσ κατὰ πολλὰ τῷ Συρεντίνῳ παρεμφερήσ, ὁ Βαρῖνοσ λίαν αὐστηρὸσ καὶ ἀεὶ ἑαυτοῦ κρείττων γίνεται, εὐγενὴσ καὶ ὁ Καυκῖνοσ καὶ τῷ Φαλερίνῳ ἐμφερήσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 4832)
  • ἐστὶ δὲ οὗτοσ γένοσ τι οἴνου, καί ἐστιν οὗτοσ οὔτε γλυκὺσ οὔτε παχύσ, ἀλλ’ αὐστηρὸσ καὶ σκληρὸσ καὶ δύναμιν ἔχων διαφέρουσαν· (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 555)

Synonyms

  1. bitter

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION