- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀσπίς?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: aspis 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀσπίς ἀσπίδος

형태분석: ἀσπιδ (어간) + ς (어미)

  1. 방패
  2. 독사, 아프리카산의 작은 독사
  1. shield
  2. collective, body of men-at-arms
  3. military phrase on the left (δόρυ on the right)
  4. of a round, flat bowl
  5. a boss small seat on the door
  6. asp, Egyptian cobra
  7. ornament in this form

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀσπίς

방패가

ἀσπίδε

방패들이

ἀσπίδες

방패들이

속격 ἀσπίδος

방패의

ἀσπίδοιν

방패들의

ἀσπίδων

방패들의

여격 ἀσπίδι

방패에게

ἀσπίδοιν

방패들에게

ἀσπίσι(ν)

방패들에게

대격 ἀσπίδα

방패를

ἀσπίδε

방패들을

ἀσπίδας

방패들을

호격 ἀσπί

방패야

ἀσπίδε

방패들아

ἀσπίδες

방패들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὰ ἔγκατα αὐτοῦ ἀσπίδες χάλκεαι, σύνδεσμος δὲ αὐτοῦ ὥσπερ σμυρίτης λίθος. (Septuagint, Liber Iob 41:7)

    (70인역 성경, 욥기 41:7)

  • Ἡ ὅρασις τῶν τετραπόδων τῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ. - Ἐν τῇ θλίψει καὶ τῇ στενοχωρίᾳ, λέων καὶ σκύμνος λέοντος ἐκεῖθεν καὶ ἀσπίδες καὶ ἔκγονα ἀσπίδων πετομένων, οἳ ἔφερον ἐπὶ ὄνων καὶ καμήλων τὸν πλοῦτον αὐτῶν πρὸς ἔθνος, ὃ οὐκ ὠφελήσει αὐτούς. (Septuagint, Liber Isaiae 30:6)

    (70인역 성경, 이사야서 30:6)

  • τὴν γῆν, τὰ μὲν ὑποβρύχια, φωλεύοντα ἐν μυχῷ τῆς ψάμμου, τὰ δὲ ἄνω ἐπιπολάζοντα, φύσαλοι καὶ ἀσπίδες καὶ ἔχιδναι καὶ κεράσται καὶ βουπρήστεις καὶ ἀκοντίαι καὶ ἀμφίσβαιναι καὶ δράκοντες καὶ σκορπίων γένος διττόν, τὸ μὲν ἕτερον ἐπίγειόν τε καὶ πεζόν, ὑπέρμεγα καὶ πολυσφόνδυλον, θάτερον δὲ ἐναέριον καὶ πτηνόν, ὑμενόπτερον δὲ οἱᾶ ταῖς ἀκρίσι καὶ τέττιξι καὶ νυκτερίσι τὰ πτερά. (Lucian, Dipsades 5:1)

    (루키아노스, Dipsades 5:1)

  • "ἧκον οὖν ὥσπερ ἑλκόμενοι πρὸς τὴν ἐπῳδὴν ὄφεις πολλοὶ καὶ ἀσπίδες καὶ ἔχιδναι καὶ κεράσται καὶ ἀκοντίαι φρῦνί τε καὶ φύσαλοι, ἐλείπετο δ εἷς δράκων παλαιός ὑπὸ γήρως, οἶμαι, ἐξεμπύσαι μὴ δυνάμενος ἢ παρακούσας τοῦ προστάγματος: (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 11:10)

    (루키아노스, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 11:10)

  • "ἀσπίδες χρυσοῖ εἴκοσι, πανοπλίαι χρυσοῖ ξδ, κνημῖδες χρυσοῖ τριπήχεις β, λεκάναι χρυσοῖ δεκαδύο, φιάλαι πολλαὶ πάνυ τὸν ἀριθμόν, οἰνοχόοι τριάκοντα, ἐξάλειπτρα μεγάλα δέκα, ὑδρίαι δεκαδύο, μαζονόμια πεντήκοντα, τράπεζαι διάφοροι, κυλικεῖα χρυσωμάτων πέντε, κέρας ὁλόχρυσον πηχῶν λ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 31 3:18)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 31 3:18)

유의어

  1. 방패

  2. collective

  3. ornament in this form

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION