ἀσπίς?
3군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사: aspis
고전 발음: [아스삐스]
신약 발음: [아스삐스]
기본형:
ἀσπίς
ἀσπίδος
형태분석:
ἀσπιδ
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- 방패
- 독사, 아프리카산의 작은 독사
- shield
- collective, body of men-at-arms
- military phrase on the left (δόρυ on the right)
- of a round, flat bowl
- a boss small seat on the door
- asp, Egyptian cobra
- ornament in this form
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τὰ ἔγκατα αὐτοῦ ἀσπίδες χάλκεαι, σύνδεσμος δὲ αὐτοῦ ὥσπερ σμυρίτης λίθος. (Septuagint, Liber Iob 41:7)
(70인역 성경, 욥기 41:7)
- Ἡ ὅρασις τῶν τετραπόδων τῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ. - Ἐν τῇ θλίψει καὶ τῇ στενοχωρίᾳ, λέων καὶ σκύμνος λέοντος ἐκεῖθεν καὶ ἀσπίδες καὶ ἔκγονα ἀσπίδων πετομένων, οἳ ἔφερον ἐπὶ ὄνων καὶ καμήλων τὸν πλοῦτον αὐτῶν πρὸς ἔθνος, ὃ οὐκ ὠφελήσει αὐτούς. (Septuagint, Liber Isaiae 30:6)
(70인역 성경, 이사야서 30:6)
- τὴν γῆν, τὰ μὲν ὑποβρύχια, φωλεύοντα ἐν μυχῷ τῆς ψάμμου, τὰ δὲ ἄνω ἐπιπολάζοντα, φύσαλοι καὶ ἀσπίδες καὶ ἔχιδναι καὶ κεράσται καὶ βουπρήστεις καὶ ἀκοντίαι καὶ ἀμφίσβαιναι καὶ δράκοντες καὶ σκορπίων γένος διττόν, τὸ μὲν ἕτερον ἐπίγειόν τε καὶ πεζόν, ὑπέρμεγα καὶ πολυσφόνδυλον, θάτερον δὲ ἐναέριον καὶ πτηνόν, ὑμενόπτερον δὲ οἱᾶ ταῖς ἀκρίσι καὶ τέττιξι καὶ νυκτερίσι τὰ πτερά. (Lucian, Dipsades 5:1)
(루키아노스, Dipsades 5:1)
- "ἧκον οὖν ὥσπερ ἑλκόμενοι πρὸς τὴν ἐπῳδὴν ὄφεις πολλοὶ καὶ ἀσπίδες καὶ ἔχιδναι καὶ κεράσται καὶ ἀκοντίαι φρῦνί τε καὶ φύσαλοι, ἐλείπετο δ εἷς δράκων παλαιός ὑπὸ γήρως, οἶμαι, ἐξεμπύσαι μὴ δυνάμενος ἢ παρακούσας τοῦ προστάγματος: (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 11:10)
(루키아노스, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 11:10)
- "ἀσπίδες χρυσοῖ εἴκοσι, πανοπλίαι χρυσοῖ ξδ, κνημῖδες χρυσοῖ τριπήχεις β, λεκάναι χρυσοῖ δεκαδύο, φιάλαι πολλαὶ πάνυ τὸν ἀριθμόν, οἰνοχόοι τριάκοντα, ἐξάλειπτρα μεγάλα δέκα, ὑδρίαι δεκαδύο, μαζονόμια πεντήκοντα, τράπεζαι διάφοροι, κυλικεῖα χρυσωμάτων πέντε, κέρας ὁλόχρυσον πηχῶν λ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 31 3:18)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 31 3:18)
유의어
-
방패
-
collective
- λόχος (A body of men for ambush, armed band)
- σπεῖρα (보병대)
-
ornament in this form