- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βοείη?

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: boeiē 고전 발음: [보에에:] 신약 발음: [보이에]

기본형: βοείη

형태분석: βοει (어간) + α (어미)

  1. an ox-hide, ox-hide shield

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὰ ἆθλα οὐ βοείη τις ἦν, κατὰ τὸν ποιητήν, οὐδὲ ἱερεῖον, ἀλλὰ μύριαι κατὰ τὸν ἐνιαυτόν, ἐφ ὅτῳ συνεῖναι τοῖς νέοις. (Lucian, Eunuchus, (no name) 3:3)

    (루키아노스, Eunuchus, (no name) 3:3)

  • παρακούοντες ἔνιοι βοείαις θριξὶν οἰόνται πρὸς τὰς ὁρμιὰς χρῆσθαι τοὺς παλαιούς: (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 24 9:1)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 24 9:1)

  • οὐδ ἐνὶ γαίῃ ἔστι θέμις στείλαντας ὕπερθ ἐπὶ σῆμα χέεσθαι, ἀλλ ἐν ἀδεψήτοισι κατειλύσαντε βοείαις δενδρέων ἐξάπτειν ἑκὰς ἄστεος. (Apollodorus, Argonautica, book 3 4:25)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 3 4:25)

  • οἱ δ ἐπεὶ οὖν σπείρῃσιν ἐκαρτύναντο βοείαις χεῖρας καὶ περὶ γυῖα μακροὺς εἵλιξαν ἱμάντας, ἐς μέσσον σύναγον φόνον ἀλλήλοισι πνέοντες. (Theocritus, Idylls, 55)

    (테오크리토스, Idylls, 55)

  • Καῖσαρ δ ἐγγὺς ἔλαμπεν Ιοὔλιος, ὅς ποτε Ῥώμην ἀντιβίων ἔστεψεν ἀμετρήτοισι βοείαις. (Unknown, Greek Anthology, book 2, chapter 1 18:2)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 2, chapter 1 18:2)

  • τοῖς μὲν γὰρ σάρκας τε καὶ ἔγκατα πίονα δημῷ ἐν ῥινῷ κατέθηκε καλύψας γαστρὶ βοείῃ, τῷ δ αὖτ ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ εὐθετίσας κατέθηκε καλύψας ἀργέτι δημῷ. (Hesiod, Theogony, Book Th. 48:15)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 48:15)

유의어

  1. an ox-hide

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION