ἀσπίς?
3군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사: aspis
고전 발음: [아스삐스]
신약 발음: [아스삐스]
기본형:
ἀσπίς
ἀσπίδος
형태분석:
ἀσπιδ
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- 방패
- 독사, 아프리카산의 작은 독사
- shield
- collective, body of men-at-arms
- military phrase on the left (δόρυ on the right)
- of a round, flat bowl
- a boss small seat on the door
- asp, Egyptian cobra
- ornament in this form
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- θυμὸς δρακόντων ὁ οἶνος αὐτῶν καὶ θυμὸς ἀσπίδων ἀνίατος. (Septuagint, Liber Deuteronomii 32:33)
(70인역 성경, 신명기 32:33)
- καὶ κνημῖδες χαλκαῖ ἐπὶ τῶν σκελῶν αὐτοῦ, καὶ ἀσπὶς χαλκῆ ἀνὰ μέσον τῶν ὤμων αὐτοῦ. (Septuagint, Liber I Samuelis 17:6)
(70인역 성경, 사무엘기 상권 17:6)
- καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τὸν ἀλλόφυλον. σὺ ἔρχῃ πρός με ἐν ρομφαίᾳ καὶ ἐν δόρατι καὶ ἐν ἀσπίδι, κἀγὼ πορεύομαι πρός σε ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ Σαβαὼθ παρατάξεως Ἰσραήλ, ἣν ὠνείδισας σήμερον. (Septuagint, Liber I Samuelis 17:24)
(70인역 성경, 사무엘기 상권 17:24)
- υἱοὶ Ρουβὴν καὶ Γὰδ καὶ ἥμισυ φυλῆς Μανασσῆ ἐξ υἱῶν δυνάμεως, ἄνδρες αἴροντες ἀσπίδας καὶ μάχαιραν καὶ τείνοντες τόξον καὶ δεδιδαγμένοι πόλεμον, τεσσαράκοντα καὶ τέσσαρες χιλιάδες καὶ ἑπτακόσιοι καὶ ἑξήκοντα ἐκπορευόμενοι εἰς παράταξιν. (Septuagint, Liber I Paralipomenon 5:18)
(70인역 성경, 역대기 상권 5:18)
- καὶ τριακοσίας ἀσπίδας ἐλατὰς χρυσᾶς, τριακοσίων χρυσῶν ἀνεφέρετο ἐπὶ τὴν ἀσπίδα ἑκάστην. καὶ ἔδωκεν αὐτὰς ὁ βασιλεὺς ἐν οἴκῳ δρυμοῦ τοῦ Λιβάνου. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 9:14)
(70인역 성경, 역대기 하권 9:14)
- πεσόντος δὲ αὐτοῦ φησίν εἰς τὴν παρεξειρεσίαν ἡ ἀσπὶς περιερρύη. (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 4 1:1)
(디오니시오스, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 4 1:1)
- ὅς ἀσπὶς ἔγχος θ: (Euripides, Ion, episode, iambics 1:27)
(에우리피데스, Ion, episode, iambics 1:27)
- ἡ γοῦν ἀσπὶς ἡ τοῦ αὐτοκράτορος ὅλῳ βιβλίῳ μόγις ἐξηρμηνεύθη αὐτῷ, καὶ Γοργὼν ἐπὶ τοῦ ὀμφαλοῦ καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῆς ἐκ κυανοῦ καὶ λευκοῦ καὶ μέλανος καὶ ζώνη ἰριοειδὴς καὶ δράκοντες ἑλικηδὸν καὶ βοστρυχηδόν. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 194)
(루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 194)
- χρὴ δὲ οἶμαι μὴ οὕτως, ἀλλ᾿ ὅμοια τὰ πάντα καὶ ὁμόχροα εἶναι καὶ συνᾷδον τῇ κεφαλῇ τὸ ἄλλο σῶμα, ὡς μὴ χρυσοῦν μὲν τὸ κράνος εἰή, θώραξ δὲ πάνυ γελοῖος ἐκ ῥακῶν ποθεν ἢ ἐκ δερμάτων σαπρῶν συγκεκαττυμένος καὶ ἡ ἀσπὶς οἰσυϊ´νη καὶ χοιρίνη περὶ ταῖς κνήμαις. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 233)
(루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 233)
유의어
-
방패
-
collective
- λόχος (A body of men for ambush, armed band)
- σπεῖρα (보병대)
-
ornament in this form