Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄπρακτος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄπρακτος

Structure: ἀπρακτ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. doing nothing, ineffectual, unprofitable
  2. without success, unsuccessful, unsuccessfully
  3. against which nothing can be done, impracticable
  4. not to be done, impossible
  5. not done, left undone
  6. unassailed

Examples

  • Ὁ δὲ Ιωἄννησ ἀπράκτου τῆσ ἐπιβουλῆσ αὐτῷ γενομένησ ἔδεισε περὶ ἑαυτοῦ, καὶ τοὺσ περὶ αὐτὸν ὁπλίτασ ἀναλαβὼν ἀπῆρεν ἐκ τῆσ Τιβεριάδοσ εἰσ τὰ Γίσχαλα, καὶ γράφει πρόσ με περὶ τῶν πεπραγμένων ἀπολογούμενοσ ὡσ μὴ κατὰ γνώμην τὴν αὐτοῦ γενομένων, παρακαλεῖ τε μηδὲν ὑπονοεῖν κατ’ αὐτοῦ προστιθεὶσ ὁρ́κουσ καὶ δεινάσ τινασ ἀράσ, δι’ ὧν ᾤετο πιστευθήσεσθαι περὶ ὧν ἐπέστειλεν. (Flavius Josephus, 121:1)
  • ταῦτα πρὸ διανοίασ λαβόντεσ τῆσ ἀπράκτου καὶ κενῆσ ἀπαλλαγησόμεθα βαρυπενθείασ, ὀλίγου δὴ παντάπασι τοῦ μεταξὺ χρόνου τῆσ ζωῆσ ὄντοσ. (Plutarch, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 321)
  • χαριέντωσ ἅμα τὴν οἰκουρίαν ὡσ ἀπράκτου καὶ ἀστρατεύτου παρασκώπτων τοῦ Κικέρωνοσ. (Plutarch, Cicero, chapter 41 4:3)
  • τοῦ δὲ Κυμαίου Ἐφόρου ἀπράκτου τῆσ σχολῆσ ἐξελθόντοσ καὶ πάλιν ὑπὸ τοῦ πατρὸσ Δημοφίλου πεμφθέντοσ; (Plutarch, Vitae decem oratorum, , section 1 41:1)
  • πονηρὸν δὲ αὐτοῖσ καὶ τὸ ἀπιέναι μετ’ αἰσχύνησ τῆσ ἀπράκτου ἀναχωρήσεωσ ἐφαίνετο εἶναι καὶ τὸ μένειν οὐδενόσ σφισι χωροῦντοσ κατ’ ἐλπίδα. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 44 3:1)

Synonyms

  1. not to be done

  2. not done

  3. unassailed

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION