헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀμφισβήτησις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀμφισβήτησις

형태분석: ἀμφισβητησι (어간) + ς (어미)

어원: a)mfisbhte/w

  1. 논쟁, 토론, 논란, 분쟁, 다툼
  1. a dispute, controversy, debate, question

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ Ἰσαῖοσ ἐν ἀμφισβητήσει χωρίου τοῦ ὑπὸ τῶν δημοτῶν κατεσχημένου, οἷσ τὸ χωρίον ὑπέκειτο, ταύτῃ χρώμενον εἰσάγει τῇ ἀρχῇ· (Dionysius of Halicarnassus, chapter 10 2:1)

    (디오니시오스, chapter 10 2:1)

  • αὐτίκα τὰσ διηγήσεισ τότε μὲν ἀπροκατασκευάστουσ καὶ συντόμουσ καὶ οὐδὲν προκαταλαμβανούσασ τῶν ἀποδεικτικῶν ἐν τῇ προσηκούσῃ τίθησι χώρᾳ, καθάπερ ἐν τῷ πρὸσ Μέδοντα ποιεῖ λόγῳ καὶ ἐν τῷ πρὸσ Ἁγνόθεον καὶ ἐν τῇ πρὸσ τοὺσ δημότασ ἀμφισβητήσει περὶ τοῦ χωρίου καὶ ἐν ἄλλοισ συχνοῖσ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 144)

    (디오니시오스, chapter 144)

  • μὴ λανθανέτω δ’ ὅτι ἀναγκαῖον ἐν ταύτῃ τῇ ἀμφισβητήσει μόνῃ τὸν ἕτερον εἶναι πονηρόν· (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 17 2:1)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 3, chapter 17 2:1)

  • καὶ τοῦτο μὲν ἐπισκεψόμεθα, τόδε δὲ ἴσμεν, ὅτι βουκόλῳ γε οὐδεὶσ ἀμφισβητήσει περὶ τούτων οὐδενόσ, ἀλλ’ αὐτὸσ τῆσ ἀγέλησ τροφὸσ ὁ βουφορβόσ, αὐτὸσ ἰατρόσ, αὐτὸσ οἱο͂ν νυμφευτὴσ καὶ περὶ τοὺσ τῶν γιγνομένων τόκουσ καὶ λοχείασ μόνοσ ἐπιστήμων τῆσ μαιευτικῆσ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 67:3)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 67:3)

  • οὐδεμία γὰρ αὐτῇ τῶν ἄλλων μελιττῶν ἀμφισβητήσει περὶ τῆσ βασιλείασ οὐδὲ μαχήσεται τοῦτο ἐχούσῃ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 73:2)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 73:2)

유의어

  1. 논쟁

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION