- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄμβροτος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: ambrotos 고전 발음: [로또] 신약 발음: [로또]

기본형: ἄμβροτος ἀμβρότη ἄμβροτον

형태분석: ἀμβροτ (어간) + ος (어미)

어원: 부정 접두사 α, βροτός with μ inserted; like lengthd. form ἀμβρόσιος.

  1. 신의, 신성한, 불멸의
  1. immortal, divine
  2. belonging to the gods

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἄμβροτος

신의 (이)가

ἀμβρότη

신의 (이)가

ἄμβροτον

신의 (것)가

속격 ἀμβρότου

신의 (이)의

ἀμβρότης

신의 (이)의

ἀμβρότου

신의 (것)의

여격 ἀμβρότῳ

신의 (이)에게

ἀμβρότῃ

신의 (이)에게

ἀμβρότῳ

신의 (것)에게

대격 ἄμβροτον

신의 (이)를

ἀμβρότην

신의 (이)를

ἄμβροτον

신의 (것)를

호격 ἄμβροτε

신의 (이)야

ἀμβρότη

신의 (이)야

ἄμβροτον

신의 (것)야

쌍수주/대/호 ἀμβρότω

신의 (이)들이

ἀμβρότα

신의 (이)들이

ἀμβρότω

신의 (것)들이

속/여 ἀμβρότοιν

신의 (이)들의

ἀμβρόταιν

신의 (이)들의

ἀμβρότοιν

신의 (것)들의

복수주격 ἄμβροτοι

신의 (이)들이

ἀμβρόται

신의 (이)들이

ἄμβροτα

신의 (것)들이

속격 ἀμβρότων

신의 (이)들의

ἀμβροτῶν

신의 (이)들의

ἀμβρότων

신의 (것)들의

여격 ἀμβρότοις

신의 (이)들에게

ἀμβρόταις

신의 (이)들에게

ἀμβρότοις

신의 (것)들에게

대격 ἀμβρότους

신의 (이)들을

ἀμβρότας

신의 (이)들을

ἄμβροτα

신의 (것)들을

호격 ἄμβροτοι

신의 (이)들아

ἀμβρόται

신의 (이)들아

ἄμβροτα

신의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶσι δὲ φορμίζων Λητοῦς ἐρικυδέος υἱὸς φόρμιγγι γλαφυρῇ πρὸς Πυθὼ πετρήεσσαν, ἄμβροτα εἵματ ἔχων τεθυωμένα: (Anonymous, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 2:1)

    (익명 저작, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 2:1)

  • Μοῦσαι μέν θ ἅμα πᾶσαι ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ ὑμνεῦσίν ῥα θεῶν δῶρ ἄμβροτα ἠδ ἀνθρώπων τλημοσύνας, ὅς ἔχοντες ὑπ ἀθανάτοισι θεοῖσι ζώους ἀφραδέες καὶ ἀμήχανοι, οὐδὲ δύνανται εὑρέμεναι θανάτοιό τ ἄκος καὶ γήραος ἄλκαρ: (Anonymous, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 2:5)

    (익명 저작, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 2:5)

  • τὴν δὲ χρυσάμπυκες Ὧραι δέξαντ ἀσπασίως, περὶ δ ἄμβροτα εἵματα ἕσσαν: (Anonymous, Homeric Hymns, 2:2)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 2:2)

  • ἔνθα μὲν ἑπτάετες μένον ἔμπεδον, εἵματα δ αἰεὶ δάκρυσι δεύεσκον, τά μοι ἄμβροτα δῶκε Καλυψώ: (Homer, Odyssey, Book 7 24:11)

    (호메로스, 오디세이아, Book 7 24:11)

  • πέμπε δ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου, πολλὰ δ ἔδωκε, σῖτον καὶ μέθυ ἡδύ, καὶ ἄμβροτα εἵματα ἕσσεν, οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε. (Homer, Odyssey, Book 7 24:13)

    (호메로스, 오디세이아, Book 7 24:13)

유의어

  1. 신의

  2. belonging to the gods

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION