Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀκίνητος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀκίνητος ἀκίνητη ἀκίνητον

Structure: ἀ (Prefix) + κινητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: kine/w

Sense

  1. unmoved, motionless
  2. idle, sluggish
  3. unmoved, unaltered
  4. immovable, hard to move, immovable
  5. not to be stirred or touched, inviolate
  6. not to be shaken, steadfast, stubborn

Examples

  • εἱστήκει δὲ τὰ δένδρα ὅμωσ ἀκίνητα, ὀρθὰ καθάπερ ἐπιπλέοντα. (Lucian, Verae Historiae, book 2 42:4)
  • "καὶ παραβόλου πράγματοσ, ὦ Πεμπτίδη, μᾶλλον δ’ ὅλωσ τὰ ἀκίνητα κινεῖν τῆσ περὶ θεῶν δόξησ ἣν ἔχομεν, περὶ ἑκάστου λόγον ἀπαιτῶν καὶ ἀπόδειξιν· (Plutarch, Amatorius, section 13 2:1)
  • "προϊούσησ δὲ τῆσ νυκτόσ, εἶδον μὲν οὐδὲν ἀκοῦσαι δὲ φωνῆσ ἔδοξα τὰ ἀκίνητα μὴ κινεῖν· (Plutarch, De genio Socratis, section 16 1:5)
  • "τὸ δ’ ἐντὸσ ἐπίπεδον τοῦ τριγώνου κοινὴν ἑστίαν εἶναι πάντων, καλεῖσθαι δὲ πεδίον ἀληθείασ, ἐν ᾧ τοὺσ λόγουσ καὶ τὰ εἴδη καὶ τὰ παραδείγματα τῶν γεγονότων καὶ τῶν γενησομένων ἀκίνητα κεῖσθαι, καὶ περὶ αὐτὰ τοῦ αἰῶνοσ ὄντοσ οἱο͂ν ἀπορροὴν ἐπὶ τοὺσ κόσμουσ φέρεσθαι τὸν χρόνον. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 22 5:3)
  • τὰ μὲν γάρ κυριώτατα καὶ μέγιστα πρὸσ εὐδαιμονίαν πόλεωσ καὶ ἀρετήν, ἐν τοῖσ ἤθεσιν ᾤετο καὶ ταῖσ ἀγωγαῖσ τῶν πολιτῶν ἐγκατεστοιχειωμένα, μένειν ἀκίνητα καὶ βέβαια, ἔχοντα τὴν προαίρεσιν δεσμὸν ἰσχυρότερον τῆσ ἀνάγκησ, ἣν ἡ παίδευσισ ἐμποιεῖ τοῖσ νέοισ, νομοθέτου διάθεσιν ἀπεργαζομένη περὶ ἕκαστον αὐτῶν. (Plutarch, Lycurgus, chapter 13 1:2)

Synonyms

  1. immovable

  2. not to be stirred or touched

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION