헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀκίνητος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀκίνητος ἀκίνητη ἀκίνητον

형태분석: ἀ (접두사) + κινητ (어간) + ος (어미)

어원: kine/w

  1. 게으른, 느린, 둔한
  2. 굳건한, 부동의, 견고한, 튼튼한
  3. 고집스러운, 확고한, 끈기 있는, 용기있는
  1. unmoved, motionless
  2. idle, sluggish
  3. unmoved, unaltered
  4. immovable, hard to move, immovable
  5. not to be stirred or touched, inviolate
  6. not to be shaken, steadfast, stubborn

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀκίνητος

(이)가

ἀκίνήτη

(이)가

ἀκίνητον

(것)가

속격 ἀκινήτου

(이)의

ἀκίνήτης

(이)의

ἀκινήτου

(것)의

여격 ἀκινήτῳ

(이)에게

ἀκίνήτῃ

(이)에게

ἀκινήτῳ

(것)에게

대격 ἀκίνητον

(이)를

ἀκίνήτην

(이)를

ἀκίνητον

(것)를

호격 ἀκίνητε

(이)야

ἀκίνήτη

(이)야

ἀκίνητον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀκινήτω

(이)들이

ἀκίνήτᾱ

(이)들이

ἀκινήτω

(것)들이

속/여 ἀκινήτοιν

(이)들의

ἀκίνήταιν

(이)들의

ἀκινήτοιν

(것)들의

복수주격 ἀκίνητοι

(이)들이

ἀκί́νηται

(이)들이

ἀκίνητα

(것)들이

속격 ἀκινήτων

(이)들의

ἀκίνητῶν

(이)들의

ἀκινήτων

(것)들의

여격 ἀκινήτοις

(이)들에게

ἀκίνήταις

(이)들에게

ἀκινήτοις

(것)들에게

대격 ἀκινήτους

(이)들을

ἀκίνήτᾱς

(이)들을

ἀκίνητα

(것)들을

호격 ἀκίνητοι

(이)들아

ἀκί́νηται

(이)들아

ἀκίνητα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πόλιν γὰρ ἡμεῖσ οὐ τὰ οἰκοδομήματα ἡγούμεθα εἶναι, οἱο͂ν τείχη καὶ ἱερὰ καὶ νεωσοίκουσ, ἀλλὰ ταῦτα μὲν ὥσπερ σῶμά τι ἑδραῖον καὶ ἀκίνητον ὑπάρχειν εἰσ ὑποδοχὴν καὶ ἀσφάλειαν τῶν πολιτευομένων, τὸ δὲ πᾶν κῦροσ ἐν τοῖσ πολίταισ τιθέμεθα· (Lucian, Anacharsis, (no name) 20:2)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 20:2)

  • καὶ τὸ ζημίωμα ὁρᾷσ ἡλίκον, εἰ ἐκ πηλοῦ ζῷα ἐποίησα καὶ τὸ τέωσ ἀκίνητον εἰσ κίνησιν ἤγαγον· (Lucian, Prometheus, (no name) 13:3)

    (루키아노스, Prometheus, (no name) 13:3)

  • ὁρᾷσ, ὡσ ἄμεινον ἦν σοι ἀκίνητον τὴν Καμάριναν ἐᾶν, μηδὲ καταγελᾶν τῆσ ἀποφράδοσ, ἥ σοι ἀποφράδα τὸν βίον ὅλον ἐργάσεται ; (Lucian, Pseudologista, (no name) 29:1)

    (루키아노스, Pseudologista, (no name) 29:1)

  • πᾶν δὲ συνεβάκχευ’ ὄροσ καὶ θῆρεσ, οὐδὲν δ’ ἦν ἀκίνητον δρόμῳ. (Euripides, episode, trochees 5:6)

    (에우리피데스, episode, trochees 5:6)

  • ὑπερβαλλούσασ γὰρ ἔχει θνατοῖσ εὐδαιμονίασ ἀκίνητον ἀφορμάν, τέκνων οἷσ ἂν καρποτρόφοι λάμπωσιν ἐν θαλάμοισ πατρίοισι νεάνιδεσ ἧβαι, διαδέκτορα πλοῦτον ὡσ ἕξοντεσ ἐκ πατέρων ἑτέροισ ἐπὶ τέκνοισ. (Euripides, Ion, choral, antistrophe 11)

    (에우리피데스, Ion, choral, antistrophe 11)

유의어

  1. 굳건한

  2. not to be stirred or touched

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION