ἀγγεῖον?
2군 변화 명사; 중성
자동번역
로마알파벳 전사: angeion
고전 발음: [앙게이온]
신약 발음: [앙기온]
기본형:
ἀγγεῖον
ἀγγείου
형태분석:
ἀγγει
(어간)
+
ον
(어미)
뜻
- 통, 단지, 그릇, 병, 항아리, 꽃병, 상자
- 저수지, 호수, 유수지
- 석관, 관, 널
- 구멍, 작은 구멍, 부아
- 몸체, 몸
- vessel, jar, vase, pail, bucket, box
- receptacle, reservoir
- coffin, sarcophagus
- cavity (of a body), lung
- capsule (of plants)
- (later Greek) body
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ πᾶν βρῶμα, ὃ ἔσθεται, εἰς ὃ ἂν ἐπέλθῃ ἐπ᾿ αὐτὸ ὕδωρ, ἀκάθαρτον ἔσται. καὶ πᾶν ποτόν, ὃ πίνεται ἐν παντὶ ἀγγείῳ, ἀκάθαρτον ἔσται. (Septuagint, Liber Leviticus 11:34)
(70인역 성경, 레위기 11:34)
- καὶ λήψεται ὁ ἱερεὺς ὕδωρ καθαρὸν ζῶν ἐν ἀγγείῳ ὀστρακίνῳ καὶ τῆς γῆς τῆς οὔσης ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου, καὶ λαβὼν ὁ ἱερεὺς ἐμβαλεῖ εἰς τὸ ὕδωρ. (Septuagint, Liber Numeri 5:17)
(70인역 성경, 민수기 5:17)
- πῶς δ ἂν πεποιθοίη τις ἀγγείῳ τοιούτῳ χρώμενος κατ οἰκίαν τοσόνδ ἀεὶ ψοφοῦντι· (Aristophanes, Acharnians, Lyric-Scene, antistrophe 11)
(아리스토파네스, Acharnians, Lyric-Scene, antistrophe 11)
- νῦν δ ὥσπερ ἐν τῷ μύθῳ τὴν Λάμιαν λέγουσιν οἴκοι μὲν εὕδειν τυφλήν, ἐν ἀγγείῳ τινὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχουσαν ἀποκειμένους, ἔξω δὲ προϊοῦσαν ἐντίθεσθαι καὶ βλέπειν, οὕτως ἡμῶν ἕκαστος ἔξω καὶ πρὸς ἑτέρους τῇ κακονοίᾳ τὴν περιεργίαν ὥσπερ ὀφθαλμὸν ἐντίθησι, τοῖς δ ἑαυτῶν ἁμαρτήμασι καὶ κακοῖς πολλάκις περιπταίομεν ὑπ ἀγνοίας, ὄψιν ἐπ αὐτὰ καὶ φῶς οὐ ποριζόμενοι. (Plutarch, De curiositate, section 21)
(플루타르코스, De curiositate, section 21)
- νῦν δ ὥσπερ ἐν τῷ μύθῳ τὴν Λάμιαν λέγουσιν οἴκοι μὲν εὕδειν τυφλήν, ἐν ἀγγείῳ τινὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχουσαν ἀποκειμένους, ἔξω δὲ προϊοῦσαν ἐπιτίθεσθαι καὶ βλέπειν: (Plutarch, De curiositate, section 21)
(플루타르코스, De curiositate, section 21)
유의어
-
저수지
-
구멍
-
몸체
- σῶμα (몸체, 몸)
- σκήνωμα (몸체, 몸)
- σκῆνος (몸체, 몸)
- σάρξ (몸체, 몸)
- πέλτη (몸체, 몸)
- περιφέρεια (a round body)
- ὀδύνη (pain of body)
- δορυφόρημα (a body of guards)
- σῶμα (시체, 사체)
- νεότης (젊음, 젊은이, 청년)
- πεμπάς ([[pentas|]])
- σωμάτιον (a poor body)
- ῥέθος (몸체, 몸, 육체)
- πολιτεία (the body of citizens)
- χιλιοστύς (a body of a thousand)
- διακονία (body of servants)
- ἐννεάς (a body of nine)
- αἰχμαλωσία (속박, 감금)