- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγγεῖον?

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: angeion 고전 발음: [앙게] 신약 발음: [앙기온]

기본형: ἀγγεῖον ἀγγείου

형태분석: ἀγγει (어간) + ον (어미)

어원: ἄγγος

  1. 통, 단지, 그릇, 병, 항아리, 꽃병, 상자
  2. 저수지, 호수, 유수지
  3. 석관, 관, 널
  4. 구멍, 작은 구멍, 부아
  5. 몸체, 몸
  1. vessel, jar, vase, pail, bucket, box
  2. receptacle, reservoir
  3. coffin, sarcophagus
  4. cavity (of a body), lung
  5. capsule (of plants)
  6. (later Greek) body

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀγγεῖον

통이

ἀγγείω

통들이

ἀγγεῖα

통들이

속격 ἀγγείου

통의

ἀγγείοιν

통들의

ἀγγείων

통들의

여격 ἀγγείῳ

통에게

ἀγγείοιν

통들에게

ἀγγείοις

통들에게

대격 ἀγγεῖον

통을

ἀγγείω

통들을

ἀγγεῖα

통들을

호격 ἀγγεῖον

통아

ἀγγείω

통들아

ἀγγεῖα

통들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὸ πτῶμα αὐτῆς ἔσται ὡς σύντριμμα ἀγγείου ὀστρακίνου, ἐκ κεραμίου λεπτὰ ὥστε μὴ εὑρεῖν ἐν αὐτοῖς ὄστρακον, ἐν ᾧ πῦρ ἀρεῖς καὶ ἐν ᾧ ἀποσυριεῖς ὕδωρ μικρόν. (Septuagint, Liber Isaiae 30:14)

    (70인역 성경, 이사야서 30:14)

  • ἀνεπαύσατο Μωὰβ ἐκ παιδαρίου καὶ πεποιθὼς ἦν ἐπὶ τῇ δόξῃ αὐτοῦ, οὐκ ἐνέχεεν ἐξ ἀγγείου εἰς ἀγγεῖον καὶ εἰς ἀποικισμὸν οὐκ ᾤχετο. διὰ τοῦτο ἔστη γεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ, καὶ ὀσμὴ αὐτοῦ οὐκ ἐξέλιπε. (Septuagint, Liber Ieremiae 31:11)

    (70인역 성경, 예레미야서 31:11)

  • δέδιας οὖν μὴ ὥσπερ ἐξ ἀγγείου κεραμεοῦ λάθῃ διαρρυεῖσα ἐν τοῖς πόνοις κᾆτα ἡμῖν κενὸν καὶ ξηρὸν οἴχηται τὸ σῶμα καταλιποῦσα ὑπὸ μηδενὸς ἔνδοθεν ἀναπληρούμενον. (Lucian, Anacharsis, (no name) 35:4)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 35:4)

  • ἡμεῖς μὲν οὖν σοι ταῦτα, καλὲ ἄνθρωπε, ζητοῦντι συνεισευπορήσαμεν σὺ δ ἡμῖν ἀποκρίνασθαι δίκαιος εἶ παρὰ τίνι ἐπὶ τοῦ ἀγγείου ἡ παροψὶς κεῖται, ἐπὶ μὲν γὰρ ὄψου παρεσκευασμένου ποικίλου καὶ εἴδους τινὸς τοιούτου Πλάτωνα οἶδα εἰρηκότα ἐν Εὁρταῖς οὕτως : (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 31)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 31)

  • ἀμφιβόλως δ εἴρηται τὸ παρὰ τῷ Ξενοφῶντι ἐν πρώτῳ Παιδείας, φησὶ γὰρ ὁ φιλόσοφος προσῆγεν αὐτῷ παροψίδας καὶ παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα καὶ παρὰ τῷ τὸν Χείρωνα δὲ πεποιηκότι τὸν εἰς Φερεκράτην ἀναφερόμενον ἐπὶ ἡδύσματος ἡ παροψὶς κεῖται καὶ οὐχ, ὡς Δίδυμος ἐν τῷ περὶ παρεφθορυίας λέξεως, ἐπὶ τοῦ ἀγγείου. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 5 2:6)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 5 2:6)

유의어

  1. 저수지

  2. 구멍

  3. 몸체

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION