ἀγγεῖον?
2군 변화 명사; 중성
자동번역
로마알파벳 전사: angeion
고전 발음: [앙게이온]
신약 발음: [앙기온]
기본형:
ἀγγεῖον
ἀγγείου
형태분석:
ἀγγει
(어간)
+
ον
(어미)
뜻
- 통, 단지, 그릇, 병, 항아리, 꽃병, 상자
- 저수지, 호수, 유수지
- 석관, 관, 널
- 구멍, 작은 구멍, 부아
- 몸체, 몸
- vessel, jar, vase, pail, bucket, box
- receptacle, reservoir
- coffin, sarcophagus
- cavity (of a body), lung
- capsule (of plants)
- (later Greek) body
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ τὸ πτῶμα αὐτῆς ἔσται ὡς σύντριμμα ἀγγείου ὀστρακίνου, ἐκ κεραμίου λεπτὰ ὥστε μὴ εὑρεῖν ἐν αὐτοῖς ὄστρακον, ἐν ᾧ πῦρ ἀρεῖς καὶ ἐν ᾧ ἀποσυριεῖς ὕδωρ μικρόν. (Septuagint, Liber Isaiae 30:14)
(70인역 성경, 이사야서 30:14)
- ἀνεπαύσατο Μωὰβ ἐκ παιδαρίου καὶ πεποιθὼς ἦν ἐπὶ τῇ δόξῃ αὐτοῦ, οὐκ ἐνέχεεν ἐξ ἀγγείου εἰς ἀγγεῖον καὶ εἰς ἀποικισμὸν οὐκ ᾤχετο. διὰ τοῦτο ἔστη γεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ, καὶ ὀσμὴ αὐτοῦ οὐκ ἐξέλιπε. (Septuagint, Liber Ieremiae 31:11)
(70인역 성경, 예레미야서 31:11)
- δέδιας οὖν μὴ ὥσπερ ἐξ ἀγγείου κεραμεοῦ λάθῃ διαρρυεῖσα ἐν τοῖς πόνοις κᾆτα ἡμῖν κενὸν καὶ ξηρὸν οἴχηται τὸ σῶμα καταλιποῦσα ὑπὸ μηδενὸς ἔνδοθεν ἀναπληρούμενον. (Lucian, Anacharsis, (no name) 35:4)
(루키아노스, Anacharsis, (no name) 35:4)
- ἡμεῖς μὲν οὖν σοι ταῦτα, καλὲ ἄνθρωπε, ζητοῦντι συνεισευπορήσαμεν σὺ δ ἡμῖν ἀποκρίνασθαι δίκαιος εἶ παρὰ τίνι ἐπὶ τοῦ ἀγγείου ἡ παροψὶς κεῖται, ἐπὶ μὲν γὰρ ὄψου παρεσκευασμένου ποικίλου καὶ εἴδους τινὸς τοιούτου Πλάτωνα οἶδα εἰρηκότα ἐν Εὁρταῖς οὕτως : (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 31)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 31)
- ἀμφιβόλως δ εἴρηται τὸ παρὰ τῷ Ξενοφῶντι ἐν πρώτῳ Παιδείας, φησὶ γὰρ ὁ φιλόσοφος προσῆγεν αὐτῷ παροψίδας καὶ παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα καὶ παρὰ τῷ τὸν Χείρωνα δὲ πεποιηκότι τὸν εἰς Φερεκράτην ἀναφερόμενον ἐπὶ ἡδύσματος ἡ παροψὶς κεῖται καὶ οὐχ, ὡς Δίδυμος ἐν τῷ περὶ παρεφθορυίας λέξεως, ἐπὶ τοῦ ἀγγείου. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 5 2:6)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 5 2:6)
유의어
-
저수지
-
구멍
-
몸체
- σῶμα (몸체, 몸)
- σκήνωμα (몸체, 몸)
- σκῆνος (몸체, 몸)
- σάρξ (몸체, 몸)
- πέλτη (몸체, 몸)
- περιφέρεια (a round body)
- ὀδύνη (pain of body)
- δορυφόρημα (a body of guards)
- σῶμα (시체, 사체)
- νεότης (젊음, 젊은이, 청년)
- πεμπάς ([[pentas|]])
- σωμάτιον (a poor body)
- ῥέθος (몸체, 몸, 육체)
- πολιτεία (the body of citizens)
- χιλιοστύς (a body of a thousand)
- διακονία (body of servants)
- ἐννεάς (a body of nine)
- αἰχμαλωσία (속박, 감금)