- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγαπητός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: agapētos 고전 발음: [아가뻬:또] 신약 발음: [아가뻬또]

기본형: ἀγαπητός ἀγαπητή ἀγαπητόν

형태분석: ἀγαπητ (어간) + ος (어미)

어원: 분사형 ἀγαπάω,

  1. 친애하는, 보고싶은, 사랑스러운
  2. 마음을 끄는, 달콤한, 반가운
  3. 사랑스러운, 사랑받을 만한, 매력적인
  4. 만족스러운
  1. beloved, dear (sometimes with a sense of uniqueness: solely beloved)
  2. desirable, delightful
  3. worthy of love, loveable
  4. That which causes contentment

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀγαπητός

친애하는 (이)가

ἀγαπητή

친애하는 (이)가

ἀγαπητόν

친애하는 (것)가

속격 ἀγαπητοῦ

친애하는 (이)의

ἀγαπητῆς

친애하는 (이)의

ἀγαπητοῦ

친애하는 (것)의

여격 ἀγαπητῷ

친애하는 (이)에게

ἀγαπητῇ

친애하는 (이)에게

ἀγαπητῷ

친애하는 (것)에게

대격 ἀγαπητόν

친애하는 (이)를

ἀγαπητήν

친애하는 (이)를

ἀγαπητόν

친애하는 (것)를

호격 ἀγαπητέ

친애하는 (이)야

ἀγαπητή

친애하는 (이)야

ἀγαπητόν

친애하는 (것)야

쌍수주/대/호 ἀγαπητώ

친애하는 (이)들이

ἀγαπητά

친애하는 (이)들이

ἀγαπητώ

친애하는 (것)들이

속/여 ἀγαπητοῖν

친애하는 (이)들의

ἀγαπηταῖν

친애하는 (이)들의

ἀγαπητοῖν

친애하는 (것)들의

복수주격 ἀγαπητοί

친애하는 (이)들이

ἀγαπηταί

친애하는 (이)들이

ἀγαπητά

친애하는 (것)들이

속격 ἀγαπητῶν

친애하는 (이)들의

ἀγαπητῶν

친애하는 (이)들의

ἀγαπητῶν

친애하는 (것)들의

여격 ἀγαπητοῖς

친애하는 (이)들에게

ἀγαπηταῖς

친애하는 (이)들에게

ἀγαπητοῖς

친애하는 (것)들에게

대격 ἀγαπητούς

친애하는 (이)들을

ἀγαπητάς

친애하는 (이)들을

ἀγαπητά

친애하는 (것)들을

호격 ἀγαπητοί

친애하는 (이)들아

ἀγαπηταί

친애하는 (이)들아

ἀγαπητά

친애하는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπε. λαβὲ τὸν υἱόν σου τὸν ἀγαπητόν, ὃν ἠγάπησας, τὸν Ἰσαάκ, καὶ πορεύθητι εἰς τὴν γῆν τὴν ὑψηλὴν καὶ ἀνένεγκον αὐτὸν ἐκεῖ εἰς ὁλοκάρπωσιν ἐφ᾿ ἓν τῶν ὀρέων, ὧν ἄν σοι εἴπω. (Septuagint, Liber Genesis 22:2)

    (70인역 성경, 창세기 22:2)

  • καὶ εἶπε. μὴ ἐπιβάλῃς τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὸ παιδάριον μηδὲ ποιήσῃς αὐτῷ μηδέν. νῦν γὰρ ἔγνων, ὅτι φοβῇ σὺ τὸν Θεὸν καὶ οὐκ ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ ἀγαπητοῦ δἰ ἐμέ. (Septuagint, Liber Genesis 22:12)

    (70인역 성경, 창세기 22:12)

  • κατ᾿ ἐμαυτοῦ ὤμοσα, λέγει Κύριος, οὗ εἵνεκεν ἐποίησας τὸ ρῆμα τοῦτο, καὶ οὐκ ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ ἀγαπητοῦ δἰ ἐμέ, (Septuagint, Liber Genesis 22:16)

    (70인역 성경, 창세기 22:16)

  • καὶ εἶπε τῇ θυγατρὶ αὐτοῦ. τίμα τοὺς πενθερούς σου, αὐτοὶ νῦν γονεῖς σού εἰσιν. ἀκούσαιμί σου ἀκοὴν καλήν, καὶ ἐφίλησεν αὐτήν. καὶ Ἔδνα εἶπε πρὸς Τωβίαν. ἀδελφὲ ἀγαπητέ, ἀποκαταστήσαι σε ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ δῴη μοι ἰδεῖν σου παιδία ἐκ Σάρρας τῆς θυγατρός μου, ἵνα εὐφρανθῶ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. καὶ ἰδοὺ παρατίθεμαί σοι τὴν θυγατέρα μου ἐν παρακαταθήκῃ, μὴ λυπήσῃς αὐτήν. (Septuagint, Liber Thobis 10:12)

    (70인역 성경, 토빗기 10:12)

  • Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῶν ἀλλοιωθησομένων. τοῖς υἱοῖς Κορὲ εἰς σύνεσιν. ᾠδὴ ὑπὲρ τοῦ ἀγαπητοῦ. - (Septuagint, Liber Psalmorum 44:1)

    (70인역 성경, 시편 44:1)

  • υἱὸς ἀγαπητὸς Ἐφραὶμ ἐμοί, παιδίον ἐντρυφῶν, ὅτι ἀνθ ὧν οἱ λόγοι μου ἐν αὐτῷ, μνείᾳ μνησθήσομαι αὐτοῦ. διὰ τοῦτο ἔσπευσα ἐπ αὐτῷ, ἐλεῶν ἐλεήσω αὐτόν, φησὶ Κύριος. (Septuagint, Liber Ieremiae 38:20)

    (70인역 성경, 예레미야서 38:20)

  • "ὦ ἄνδρες, ἐμοὶ μόνος ἐστὶ καὶ ἀγαπητός, ὥσπερ ἴστε: (Plutarch, De genio Socratis, section 27 10:1)

    (플루타르코스, De genio Socratis, section 27 10:1)

  • ὁ δὲ πατρὶ ἐοικὼς παῖς ἀγαπητὸς ἔγεντο. (Theocritus, Idylls, 31)

    (테오크리토스, Idylls, 31)

  • οὔτ ἐγένεθ, ὡς ἐοίκεν, Ἀλκιβιάδῃ τῷ Κλεινίου ἐραστὴς οὔτ ἔστιν ἀλλ ἢ εἷς μόνος, καὶ οὗτος ἀγαπητός, Σωκράτης ὁ Σωφρονίσκου καὶ Φαιναρέτης. (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 174:2)

    (플라톤, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 174:2)

  • οὐ μὴν Νικήρατός γ οὕτως ὁ τοῦ Νικίου, ὁ ἀγαπητός, ὁ ἄπαις, ὁ παντάπασιν ἀσθενὴς τῷ σώματι: (Demosthenes, Speeches 21-30, 214:1)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 214:1)

유의어

  1. 친애하는

  2. 마음을 끄는

  3. 사랑스러운

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION