헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀδύνατος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀδύνατος ἀδύνατος ἀδύνατον

형태분석: ἀ (접두사) + δυνατ (어간) + ος (어미)

  1. 약한, 무른, 허약한, 헤픈
  1. (of persons) unable
  2. (absolute) without strength, powerless, weak

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἀδύνατος

(이)가

ἀδύνατον

(것)가

속격 ἀδυνάτου

(이)의

ἀδυνάτου

(것)의

여격 ἀδυνάτῳ

(이)에게

ἀδυνάτῳ

(것)에게

대격 ἀδύνατον

(이)를

ἀδύνατον

(것)를

호격 ἀδύνατε

(이)야

ἀδύνατον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀδυνάτω

(이)들이

ἀδυνάτω

(것)들이

속/여 ἀδυνάτοιν

(이)들의

ἀδυνάτοιν

(것)들의

복수주격 ἀδύνατοι

(이)들이

ἀδύνατα

(것)들이

속격 ἀδυνάτων

(이)들의

ἀδυνάτων

(것)들의

여격 ἀδυνάτοις

(이)들에게

ἀδυνάτοις

(것)들에게

대격 ἀδυνάτους

(이)들을

ἀδύνατα

(것)들을

호격 ἀδύνατοι

(이)들아

ἀδύνατα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καίπερ ὄντων κατὰ τὴν χώραν ἔτι τῶν πλειόνων, τῶν μὲν κατὰ τὰσ οἰκίασ ἔτι συνεστηκότων, τῶν δὲ καὶ κατὰ τόπον, ὡσ ἀδυνάτου καθεστῶτοσ πᾶσι τοῖσ ἐπ’ Αἴγυπτον στρατηγοῖσ. (Septuagint, Liber Maccabees III 4:18)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 4:18)

  • οἱ δὲ τὴν ἀδύνατον ὄντωσ νύκτα καὶ ἐξ ἀδυνάτου ᾅδου μυχῶν ἐπελθοῦσαν, τὸν αὐτὸν ὕπνον κοιμώμενοι, (Septuagint, Liber Sapientiae 17:14)

    (70인역 성경, 지혜서 17:14)

  • "ἀδυνάτου καὶ παρὰ φύσιν ὄντοσ· (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 44 7:2)

    (플루타르코스, De Stoicorum repugnantiis, section 44 7:2)

  • "εἴ τισ εἰδείη διαφορὰν ἀδυνάτου καὶ ἀσυνήθουσ καὶ παραλόγου καὶ παραδόξου, μάλιστ’ ἄν, ὦ Χίλων, καὶ μήτε πιστεύων ὡσ ἔτυχε μήτ’ ἀπιστῶν τὸ μηδὲν ἄγαν ὡσ σὺ προσέταξασ διαφυλάττων. (Plutarch, Septem sapientium convivium, chapter, section 20 9:2)

    (플루타르코스, Septem sapientium convivium, chapter, section 20 9:2)

  • οὐδεὶσ γὰρ οὐδὲν οὔτ’ εἶπε πιθανόν, ἀλλ’ οὐδ’ ἐξευρεῖν εἶχε κατ’ οὐδένα τρόπον, ὡσ ἔμπροσθεν ἐδείκνυμεν, ἕτερον αἴτιον οὔρων διακρίσεωσ, ἀλλ’ ἀναγκαῖον ἢ μαίνεσθαι δοκεῖν, εἰ φήσαιμεν ἀτμοειδῶσ εἰσ τὴν κύστιν ἰέ́ναι τὸ οὖρον ἢ ἀσχημονεῖν τῆσ πρὸσ τὸ κενούμενον ἀκολουθίασ μνημονεύοντασ, ληρώδουσ μὲν οὔσησ κἀπὶ τοῦ αἵματοσ, ἀδυνάτου δὲ καὶ ἠλιθίου παντάπασιν ἐπὶ τῶν οὔρων. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 22)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., B, section 22)

  • καὶ μὴν ἀδυν[άτο]υ γε εἶχεν τάξιν τὸ τὰσ θεραπαίνασ αὐτῆσ πρὸσ τοῦτον διαφέρεσθαι. (Hyperides, Speeches, 1:4)

    (히페레이데스, Speeches, 1:4)

유의어

  1. unable

  2. 약한

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION