- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Σίκελος?

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: Sikelos 고전 발음: [시껠로] 신약 발음: [시깰로]

기본형: Σίκελος Σικέλου

형태분석: Σικελ (어간) + ος (어미)

  1. a Sicel
  2. a non-Greek inhabitant of Sicily
  3. (post-Hellenic) a Sicilian

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σπλάγχνων δ᾿ ἐπ᾿ αὐτῶν διάπυρον τρέχει κακόν, δίναισι φλογμῶν σάρκα πυρπολούμενον, ὁποῖα κρητὴρ μεστὸς Αἰτναίου πυρὸς ἢ Σικελὸς αὐλὼν ἁλιπόρου διασφάγος, ὅπου δυσεξέλικτα κυματούμενος σήραγξι πετρῶν σκολιὸς εἱλεῖται κλύδων. (Lucian, 4)

    (루키아노스, 4)

  • Κλεάνθης δὲ ὁ Ταραντῖνος, ὥς φησι Κλέαρχος, πάντα παρὰ τοὺς πότους ἔμμετρα ἔλεγε, καὶ Πάμφιλος δὲ ὁ Σικελός, ὡς ταῦτα: (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 6 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 6 3:1)

  • εἶτα δ ὄχος Σικελὸς κάλλει δαπάνῃ τε κράτιστος. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 50 1:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 50 1:3)

  • φιλοφροσύνην παρέπεμπον αὐτόν ἐν δ Ἱππωνίῳ, πόλει τῆς Λευκανίας, ἣν Οὐιβῶνα νῦν καλοῦσιν, Οὐίβιος, Σικελὸς ἀνὴρ, ἄλλα τε πολλὰ τῆς Κικέρωνος φιλίας ἀπολελαυκὼς καὶ γεγονὼς ὑπατεύοντος αὐτοῦ τεκτόνων ἔπαρχος, οἰκίᾳ μὲν οὐκ ἐδέξατο, τὸ χωρίον δὲ καταγράψειν ἐπηγγέλλετο, καὶ Γάιος Οὐεργίλιος, ὁ τῆς Σικελίας στρατηγός, ἐν τοῖς μάλιστα Κικέρωνι κεχρημένος, ἔγραψεν ἀπέχεσθαι τῆς Σικελίας, ἐφ οἷς ἀθυμήσας ὡρ´μησεν ἐπὶ Βρεντέσιον, κἀκεῖθεν εἰς Δυρράχιον ἀνέμῳ φορῷ περαιούμενος, ἀντιπνεύσαντος πελαγίου μεθ ἡμέραν ἐπαλινδρόμησεν, εἶτ αὖθις ἀνήχθη. (Plutarch, Cicero, chapter 32 2:1)

    (플루타르코스, Cicero, chapter 32 2:1)

  • ὃ γέ τοι Σικελὸς ταῖς μεμβραφύαις προσέοικεν ὁ καρκινοβήτης. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 28 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 28 2:1)

유의어

  1. a non-Greek inhabitant of Sicily

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION