헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Σικελικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Σικελικός Σικελική Σικελικόν

형태분석: Σικελικ (어간) + ος (어미)

어원: from Sikeli/a

  1. Sicilian

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 Σικελικός

(이)가

Σικελική

(이)가

Σικελικόν

(것)가

속격 Σικελικοῦ

(이)의

Σικελικῆς

(이)의

Σικελικοῦ

(것)의

여격 Σικελικῷ

(이)에게

Σικελικῇ

(이)에게

Σικελικῷ

(것)에게

대격 Σικελικόν

(이)를

Σικελικήν

(이)를

Σικελικόν

(것)를

호격 Σικελικέ

(이)야

Σικελική

(이)야

Σικελικόν

(것)야

쌍수주/대/호 Σικελικώ

(이)들이

Σικελικᾱ́

(이)들이

Σικελικώ

(것)들이

속/여 Σικελικοῖν

(이)들의

Σικελικαῖν

(이)들의

Σικελικοῖν

(것)들의

복수주격 Σικελικοί

(이)들이

Σικελικαί

(이)들이

Σικελικά

(것)들이

속격 Σικελικῶν

(이)들의

Σικελικῶν

(이)들의

Σικελικῶν

(것)들의

여격 Σικελικοῖς

(이)들에게

Σικελικαῖς

(이)들에게

Σικελικοῖς

(것)들에게

대격 Σικελικούς

(이)들을

Σικελικᾱ́ς

(이)들을

Σικελικά

(것)들을

호격 Σικελικοί

(이)들아

Σικελικαί

(이)들아

Σικελικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ὅτι δὲ Αἰσχύλοσ διατρίψασ ἐν Σικελίᾳ πολλαῖσ κέχρηται φωναῖσ Σικελικαῖσ οὐδὲν θαυμαστόν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 64 1:19)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 64 1:19)

  • οὗτοι δὲ τῶν καιρῶν ὑστερηκότεσ ἄλλο μὲν οὐδὲν ἔπραξαν μνήμησ ἄξιον, τριήρεσι δὲ Σικελικαῖσ περιτυχόντεσ, ἃσ Διονύσιοσ ἦν ἀπεσταλκὼσ Λακεδαιμονίοισ ἐπὶ συμμαχίαν, ὧν ἡγοῦντο Κισσίδησ καὶ Κρίνιπποσ, αὐτάνδρουσ εἷλαν, οὔσασ ἐννέα· (Diodorus Siculus, Library, book xv, chapter 47 8:2)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xv, chapter 47 8:2)

유의어

  1. Sicilian

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION