헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπαναβαίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπαναβαίνω ἐπαναβήσομαι

형태분석: ἐπ (접두사) + ἀνα (접두사) + βαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 오르다, 올라가다, 등반하다, 타다
  2. 오르다, 올라가다, 등반하다, 세워지다
  1. to get up on, mount, mounted
  2. to go up, to go up, ascend

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπαναβαίνω

(나는) 오른다

ἐπαναβαίνεις

(너는) 오른다

ἐπαναβαίνει

(그는) 오른다

쌍수 ἐπαναβαίνετον

(너희 둘은) 오른다

ἐπαναβαίνετον

(그 둘은) 오른다

복수 ἐπαναβαίνομεν

(우리는) 오른다

ἐπαναβαίνετε

(너희는) 오른다

ἐπαναβαίνουσιν*

(그들은) 오른다

접속법단수 ἐπαναβαίνω

(나는) 오르자

ἐπαναβαίνῃς

(너는) 오르자

ἐπαναβαίνῃ

(그는) 오르자

쌍수 ἐπαναβαίνητον

(너희 둘은) 오르자

ἐπαναβαίνητον

(그 둘은) 오르자

복수 ἐπαναβαίνωμεν

(우리는) 오르자

ἐπαναβαίνητε

(너희는) 오르자

ἐπαναβαίνωσιν*

(그들은) 오르자

기원법단수 ἐπαναβαίνοιμι

(나는) 오르기를 (바라다)

ἐπαναβαίνοις

(너는) 오르기를 (바라다)

ἐπαναβαίνοι

(그는) 오르기를 (바라다)

쌍수 ἐπαναβαίνοιτον

(너희 둘은) 오르기를 (바라다)

ἐπαναβαινοίτην

(그 둘은) 오르기를 (바라다)

복수 ἐπαναβαίνοιμεν

(우리는) 오르기를 (바라다)

ἐπαναβαίνοιτε

(너희는) 오르기를 (바라다)

ἐπαναβαίνοιεν

(그들은) 오르기를 (바라다)

명령법단수 ἐπαναβαίνε

(너는) 올라라

ἐπαναβαινέτω

(그는) 올라라

쌍수 ἐπαναβαίνετον

(너희 둘은) 올라라

ἐπαναβαινέτων

(그 둘은) 올라라

복수 ἐπαναβαίνετε

(너희는) 올라라

ἐπαναβαινόντων, ἐπαναβαινέτωσαν

(그들은) 올라라

부정사 ἐπαναβαίνειν

오르는 것

분사 남성여성중성
ἐπαναβαινων

ἐπαναβαινοντος

ἐπαναβαινουσα

ἐπαναβαινουσης

ἐπαναβαινον

ἐπαναβαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπαναβαίνομαι

(나는) 올러진다

ἐπαναβαίνει, ἐπαναβαίνῃ

(너는) 올러진다

ἐπαναβαίνεται

(그는) 올러진다

쌍수 ἐπαναβαίνεσθον

(너희 둘은) 올러진다

ἐπαναβαίνεσθον

(그 둘은) 올러진다

복수 ἐπαναβαινόμεθα

(우리는) 올러진다

ἐπαναβαίνεσθε

(너희는) 올러진다

ἐπαναβαίνονται

(그들은) 올러진다

접속법단수 ἐπαναβαίνωμαι

(나는) 올러지자

ἐπαναβαίνῃ

(너는) 올러지자

ἐπαναβαίνηται

(그는) 올러지자

쌍수 ἐπαναβαίνησθον

(너희 둘은) 올러지자

ἐπαναβαίνησθον

(그 둘은) 올러지자

복수 ἐπαναβαινώμεθα

(우리는) 올러지자

ἐπαναβαίνησθε

(너희는) 올러지자

ἐπαναβαίνωνται

(그들은) 올러지자

기원법단수 ἐπαναβαινοίμην

(나는) 올러지기를 (바라다)

ἐπαναβαίνοιο

(너는) 올러지기를 (바라다)

ἐπαναβαίνοιτο

(그는) 올러지기를 (바라다)

쌍수 ἐπαναβαίνοισθον

(너희 둘은) 올러지기를 (바라다)

ἐπαναβαινοίσθην

(그 둘은) 올러지기를 (바라다)

복수 ἐπαναβαινοίμεθα

(우리는) 올러지기를 (바라다)

ἐπαναβαίνοισθε

(너희는) 올러지기를 (바라다)

ἐπαναβαίνοιντο

(그들은) 올러지기를 (바라다)

명령법단수 ἐπαναβαίνου

(너는) 올러져라

ἐπαναβαινέσθω

(그는) 올러져라

쌍수 ἐπαναβαίνεσθον

(너희 둘은) 올러져라

ἐπαναβαινέσθων

(그 둘은) 올러져라

복수 ἐπαναβαίνεσθε

(너희는) 올러져라

ἐπαναβαινέσθων, ἐπαναβαινέσθωσαν

(그들은) 올러져라

부정사 ἐπαναβαίνεσθαι

올러지는 것

분사 남성여성중성
ἐπαναβαινομενος

ἐπαναβαινομενου

ἐπαναβαινομενη

ἐπαναβαινομενης

ἐπαναβαινομενον

ἐπαναβαινομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπαναβήσομαι

(나는) 오르겠다

ἐπαναβήσει, ἐπαναβήσῃ

(너는) 오르겠다

ἐπαναβήσεται

(그는) 오르겠다

쌍수 ἐπαναβήσεσθον

(너희 둘은) 오르겠다

ἐπαναβήσεσθον

(그 둘은) 오르겠다

복수 ἐπαναβησόμεθα

(우리는) 오르겠다

ἐπαναβήσεσθε

(너희는) 오르겠다

ἐπαναβήσονται

(그들은) 오르겠다

기원법단수 ἐπαναβησοίμην

(나는) 오르겠기를 (바라다)

ἐπαναβήσοιο

(너는) 오르겠기를 (바라다)

ἐπαναβήσοιτο

(그는) 오르겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπαναβήσοισθον

(너희 둘은) 오르겠기를 (바라다)

ἐπαναβησοίσθην

(그 둘은) 오르겠기를 (바라다)

복수 ἐπαναβησοίμεθα

(우리는) 오르겠기를 (바라다)

ἐπαναβήσοισθε

(너희는) 오르겠기를 (바라다)

ἐπαναβήσοιντο

(그들은) 오르겠기를 (바라다)

부정사 ἐπαναβήσεσθαι

오를 것

분사 남성여성중성
ἐπαναβησομενος

ἐπαναβησομενου

ἐπαναβησομενη

ἐπαναβησομενης

ἐπαναβησομενον

ἐπαναβησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπανέβαινον

(나는) 오르고 있었다

ἐπανέβαινες

(너는) 오르고 있었다

ἐπανέβαινεν*

(그는) 오르고 있었다

쌍수 ἐπανεβαίνετον

(너희 둘은) 오르고 있었다

ἐπανεβαινέτην

(그 둘은) 오르고 있었다

복수 ἐπανεβαίνομεν

(우리는) 오르고 있었다

ἐπανεβαίνετε

(너희는) 오르고 있었다

ἐπανέβαινον

(그들은) 오르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπανεβαινόμην

(나는) 올러지고 있었다

ἐπανεβαίνου

(너는) 올러지고 있었다

ἐπανεβαίνετο

(그는) 올러지고 있었다

쌍수 ἐπανεβαίνεσθον

(너희 둘은) 올러지고 있었다

ἐπανεβαινέσθην

(그 둘은) 올러지고 있었다

복수 ἐπανεβαινόμεθα

(우리는) 올러지고 있었다

ἐπανεβαίνεσθε

(너희는) 올러지고 있었다

ἐπανεβαίνοντο

(그들은) 올러지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ Σκύθαι δὲ ἄλλωσ ἐπιλαμβάνονται τοῦ σκάφουσ ἤδη πλέοντοσ, ἐκκρεμαννύμενοι τῶν πηδαλίων καὶ ἐπαναβαίνειν πειρώμενοι· (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 6:4)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 6:4)

  • ἐξ ὧν συνεὶσ ὁ Κερεάλιοσ καὶ τοὺσ ἔτι συμμένοντασ ὑπὸ τῶν δεινῶν κατεαγότασ ἐπαναβαίνει τῷ ὄρει, καὶ τὴν δύναμιν ἐν κύκλῳ περιστήσασ τοῖσ πολεμίοισ τὸ μὲν πρῶτον ἐπὶ δεξιὰσ προυκαλεῖτο καὶ σώζεσθαι παρεκάλει διαβεβαιούμενοσ ἀσφάλειαν τὰ ὅπλα ῥίψασιν· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 378:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 378:1)

유의어

  1. 오르다

  2. 오르다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION