Ancient Greek-English Dictionary Language

δειμαίνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δειμαίνω

Structure: δειμαίν (Stem) + ω (Ending)

Etym.: dei=ma

Sense

  1. to be afraid, in a fright
  2. to fear

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δειμαίνω δειμαίνεις δειμαίνει
Dual δειμαίνετον δειμαίνετον
Plural δειμαίνομεν δειμαίνετε δειμαίνουσιν*
SubjunctiveSingular δειμαίνω δειμαίνῃς δειμαίνῃ
Dual δειμαίνητον δειμαίνητον
Plural δειμαίνωμεν δειμαίνητε δειμαίνωσιν*
OptativeSingular δειμαίνοιμι δειμαίνοις δειμαίνοι
Dual δειμαίνοιτον δειμαινοίτην
Plural δειμαίνοιμεν δειμαίνοιτε δειμαίνοιεν
ImperativeSingular δείμαινε δειμαινέτω
Dual δειμαίνετον δειμαινέτων
Plural δειμαίνετε δειμαινόντων, δειμαινέτωσαν
Infinitive δειμαίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δειμαινων δειμαινοντος δειμαινουσα δειμαινουσης δειμαινον δειμαινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δειμαίνομαι δειμαίνει, δειμαίνῃ δειμαίνεται
Dual δειμαίνεσθον δειμαίνεσθον
Plural δειμαινόμεθα δειμαίνεσθε δειμαίνονται
SubjunctiveSingular δειμαίνωμαι δειμαίνῃ δειμαίνηται
Dual δειμαίνησθον δειμαίνησθον
Plural δειμαινώμεθα δειμαίνησθε δειμαίνωνται
OptativeSingular δειμαινοίμην δειμαίνοιο δειμαίνοιτο
Dual δειμαίνοισθον δειμαινοίσθην
Plural δειμαινοίμεθα δειμαίνοισθε δειμαίνοιντο
ImperativeSingular δειμαίνου δειμαινέσθω
Dual δειμαίνεσθον δειμαινέσθων
Plural δειμαίνεσθε δειμαινέσθων, δειμαινέσθωσαν
Infinitive δειμαίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δειμαινομενος δειμαινομενου δειμαινομενη δειμαινομενης δειμαινομενον δειμαινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • δειμαίνω, τίνι μῆλον ὁ βουκόλοσ οὗτοσ ὀπάσσει. (Colluthus, Rape of Helen, book 144)
  • ἀλλὰ τί δειμαίνω περιώσιον ἀντὶ μὲν αἰχμῆσ ὡσ θοὸν ἔγχοσ ἔχουσα μελίφρονα δεσμὸν ἐρώτων; (Colluthus, Rape of Helen, book 149)
  • δειμαίνω δειμαίνω, μᾶτερ, τί ποτ’ ἀναστένεισ . (Euripides, Hecuba, choral, mesode10)
  • δειμαίνω συμφοράν, ἐφ’ ὅ ποτε βάσεται. (Euripides, Ion, choral, strophe 16)

Synonyms

  1. to be afraid

  2. to fear

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION