Ancient Greek-English Dictionary Language

περιδίω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: περιδίω

Structure: περι (Prefix) + δί (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to be in great fear for

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιδίω περιδίεις περιδίει
Dual περιδίετον περιδίετον
Plural περιδίομεν περιδίετε περιδίουσιν*
SubjunctiveSingular περιδίω περιδίῃς περιδίῃ
Dual περιδίητον περιδίητον
Plural περιδίωμεν περιδίητε περιδίωσιν*
OptativeSingular περιδίοιμι περιδίοις περιδίοι
Dual περιδίοιτον περιδιοίτην
Plural περιδίοιμεν περιδίοιτε περιδίοιεν
ImperativeSingular περιδίε περιδιέτω
Dual περιδίετον περιδιέτων
Plural περιδίετε περιδιόντων, περιδιέτωσαν
Infinitive περιδίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περιδιων περιδιοντος περιδιουσα περιδιουσης περιδιον περιδιοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιδίομαι περιδίει, περιδίῃ περιδίεται
Dual περιδίεσθον περιδίεσθον
Plural περιδιόμεθα περιδίεσθε περιδίονται
SubjunctiveSingular περιδίωμαι περιδίῃ περιδίηται
Dual περιδίησθον περιδίησθον
Plural περιδιώμεθα περιδίησθε περιδίωνται
OptativeSingular περιδιοίμην περιδίοιο περιδίοιτο
Dual περιδίοισθον περιδιοίσθην
Plural περιδιοίμεθα περιδίοισθε περιδίοιντο
ImperativeSingular περιδίου περιδιέσθω
Dual περιδίεσθον περιδιέσθων
Plural περιδίεσθε περιδιέσθων, περιδιέσθωσαν
Infinitive περιδίεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περιδιομενος περιδιομενου περιδιομενη περιδιομενης περιδιομενον περιδιομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be in great fear for

Derived

  • δίω (to run away, take to flight, flee)

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION