Ancient Greek-English Dictionary Language

λαιψηρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λαιψηρός λαιψηρή λαιψηρόν

Structure: λαιψηρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = ai)yhro/s

Sense

  1. light, nimble, swift, swiftly

Examples

  • [ κρίνειν τα[χυτᾶτά τε] λαιψηρῶν ποδῶν Ἕλλασι καὶ γυίων ἀρισταλκὲσ σθένοσ· (Bacchylides, , epinicians, ode 7 1:23)
  • ἀλλ’ οὔτι μὴ φύγητε λαιψηρῷ ποδί· (Euripides, Hecuba, episode, lyric 1:5)
  • οἵδ’ ἐκ δόμων βαίνουσι λαιψηρῷ ποδί. (Euripides, episode 3:2)
  • ἰὼ δειράδεσ Παρνασοῦ πέτρασ ἔχουσαι σκόπελον οὐράνιόν θ’ ἕδραν, ἵνα Βάκχιοσ ἀμφιπύρουσ ἀνέχων πεύκασ λαιψηρὰ πηδᾷ νυκτιπόλοισ ἅμα σὺν Βάκχαισ, μή ποτ’ εἰσ ἐμὰν πόλιν ἵκοιθ’ ὁ παῖσ, νέαν δ’ ἁμέραν ἀπολιπὼν θάνοι. (Euripides, Ion, choral, epode1)
  • στῆσον, φόβου μεθεῖσα, λαιψηρὸν πόδα. (Euripides, Helen, episode, dialogue19)
  • ἔνθα σφιν λαιψηρὸσ ἀή νότοσ, ἱστία δ’ οὔρῳ στησάμενοι κούρησ Ἀθαμαντίδοσ αἰπὰ ῥέεθρα εἰσέβαλον· (Apollodorus, Argonautica, book 1 16:22)

Synonyms

  1. light

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION