- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χώρα?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: chōrā 고전 발음: [코:라:] 신약 발음: [코라]

기본형: χώρα χώρας

형태분석: χωρ (어간) + α (어미)

어원: = χῶρος

  1. 지점, 부위, 장소, 군데
  2. 땅, 밭, 토양, 범위, 벌
  3. 시골, 국가, 지방
  4. 국가, 나라, 지방
  1. location, place, spot (see Latin locus)
  2. the proper place
  3. one's place in life
  4. piece of land: tract, land, field
  5. country (opposite town), countryside
  6. country, nation

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χώρα

지점이

χώρα

지점들이

χῶραι

지점들이

속격 χώρας

지점의

χώραιν

지점들의

χωρῶν

지점들의

여격 χώρᾳ

지점에게

χώραιν

지점들에게

χώραις

지점들에게

대격 χώραν

지점을

χώρα

지점들을

χώρας

지점들을

호격 χώρα

지점아

χώρα

지점들아

χῶραι

지점들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὗτοι υἱοὶ Χάμ, ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν, κατὰ γλώσσας αὐτῶν, ἐν ταῖς χώραις αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν αὐτῶν. (Septuagint, Liber Genesis 10:20)

    (70인역 성경, 창세기 10:20)

  • οὗτοι υἱοὶ Σήμ, ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν, κατὰ γλώσσας αὐτῶν, ἐν ταῖς χώραις αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν αὐτῶν. (Septuagint, Liber Genesis 10:31)

    (70인역 성경, 창세기 10:31)

  • Ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἡγεμόνων Ἡσαῦ ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν κατὰ τόπον αὐτῶν, ἐν ταῖς χώραις αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν αὐτῶν. ἡγεμὼν Θαμνά, ἡγεμὼν Γωλά, ἡγεμὼν Ἰεθέρ, (Septuagint, Liber Genesis 36:40)

    (70인역 성경, 창세기 36:40)

  • καὶ καταστήσει ὁ βασιλεὺς κωμάρχας ἐν πάσαις ταῖς χώραις τῆς βασιλείας αὐτοῦ, καὶ ἐπιλεξάτωσαν κοράσια παρθενικὰ καλὰ τῷ εἴδει εἰς Σοῦσαν τὴν πόλιν εἰς τὸν γυναικῶνα. καὶ παραδοθήτωσαν τῷ εὐνούχῳ τοῦ βασιλέως τῷ φύλακι τῶν γυναικῶν, καὶ δοθήτω σμῆγμα καὶ ἡ λοιπὴ ἐπιμέλεια. (Septuagint, Liber Esther 2:3)

    (70인역 성경, 에스테르기 2:3)

  • καὶ ἐκλήθησαν οἱ γραμματεῖς τοῦ βασιλέως μηνὶ πρώτῳ τῇ τρισκαιδεκάτῃ καὶ ἔγραψαν, ὡς ἐπέταξεν Ἀμάν, τοῖς στρατηγοῖς, καὶ τοῖς ἄρχουσι κατὰ πᾶσαν χώραν ἀπὸ Ἰνδικῆς ἕως τῆς Αἰθιοπίας, ταῖς ἑκατὸν εἰκοσιεπτὰ χώραις, τοῖς τε ἄρχουσι τῶν ἐθνῶν κατὰ τὴν αὐτῶν λέξιν δἰ Ἀρταξέρξου τοῦ βασιλέως. (Septuagint, Liber Esther 3:12)

    (70인역 성경, 에스테르기 3:12)

유의어

  1. 지점

  2. the proper place

  3. one's place in life

  4. 국가

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION