- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χλωρός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: chlōros 고전 발음: [로:로] 신약 발음: [로로]

기본형: χλωρός

형태분석: χλωρ (어간) + ος (어미)

어원: χλόη

  1. 노란, 누런
  2. 엷은, 해쓱한
  3. 신선한, 푸른, 생생한, 맑은
  4. 어린, 젊은
  1. The green of new growth: light green, pale green, yellowish-green
  2. yellow
  3. pale
  4. fresh, verdant, unripe
  5. youthful

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 χλωρός

(이)가

χλωρά

(이)가

χλῶρον

(것)가

속격 χλωροῦ

(이)의

χλωρᾶς

(이)의

χλώρου

(것)의

여격 χλωρῷ

(이)에게

χλωρᾷ

(이)에게

χλώρῳ

(것)에게

대격 χλωρόν

(이)를

χλωράν

(이)를

χλῶρον

(것)를

호격 χλωρέ

(이)야

χλωρά

(이)야

χλῶρον

(것)야

쌍수주/대/호 χλωρώ

(이)들이

χλωρά

(이)들이

χλώρω

(것)들이

속/여 χλωροῖν

(이)들의

χλωραῖν

(이)들의

χλώροιν

(것)들의

복수주격 χλωροί

(이)들이

χλωραί

(이)들이

χλῶρα

(것)들이

속격 χλωρῶν

(이)들의

χλωρῶν

(이)들의

χλώρων

(것)들의

여격 χλωροῖς

(이)들에게

χλωραῖς

(이)들에게

χλώροις

(것)들에게

대격 χλωρούς

(이)들을

χλωράς

(이)들을

χλῶρα

(것)들을

호격 χλωροί

(이)들아

χλωραί

(이)들아

χλῶρα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ ὕδωρ τῆς Νεμρεὶμ ἔρημον ἔσται, καὶ ὁ χόρτος αὐτῆς ἐκλείψει. χόρτος γὰρ χλωρὸς οὐκ ἔσται. (Septuagint, Liber Isaiae 15:6)

    (70인역 성경, 이사야서 15:6)

  • τῶν χερσαίων δ ὑμῖν ἥξει παρ ἐμοῦ ταυτί βοῦς ἀγελαῖος, τράγος ὑλιβάτης, αἲξ οὐρανία, κριὸς τομίας, κάπρος ἐκτομίας, ὗς οὐ τομίας δέλφαξ, δασύπους, ἔριφοι, τυρὸς χλωρός, τυρὸς ξηρός, τυρὸς κοπτός, τυρὸς ξυστός, τυρὸς τμητός, τυρὸς πηκτός. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 66 2:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 66 2:4)

  • "ἐστὶ δὲ τὸ δενδρίον μεγέθει μὲν πτελέης καὶ πεύκης οὐθέν τι μεῖον, ἀκρεμόνας δὲ ἔχει θαμέας καὶ δολιχοὺς καὶ ἐπ ὀλίγον ἀκανθώδεας, τὸ δὲ φύλλον τέρεν καὶ χλωρόν, τῇ φυῇ περιφερές, καρποφορεῖ δὲ δὶς τοῦ ἔτεος, ἦρός τε καὶ φθινοπώρου, γλυκὺς δὲ πάνυ ὁ καρπός, μέγεθος κατὰ φαυλίην ἐλάην καὶ τὴν σάρκα καὶ τὸ ὀστέον ταύτῃ προσείκελον, διαλλάσσον δὲ τῇ τοῦ χυμοῦ ἡδονῇ, καὶ τρώγεται ἔτι χλωρὸς ὁ καρπός: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 624)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 624)

  • κόπτεται γὰρ οὐ ξηρὸς ἀλλὰ χλωρός, ὥστε σήπεται ταχὺ διάβροχος γενόμενος: (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 14 2:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Naturales, chapter 14 2:1)

  • ἀλλ ὅτε δὴ τάχ ὁ μοχλὸς ἐλάινος ἐν πυρὶ μέλλεν ἅψεσθαι, χλωρός περ ἐών, διεφαίνετο δ αἰνῶς, καὶ τότ ἐγὼν ἆσσον φέρον ἐκ πυρός, ἀμφὶ δ ἑταῖροι ἵσταντ: (Homer, Odyssey, Book 9 38:6)

    (호메로스, 오디세이아, Book 9 38:6)

유의어

  1. 노란

  2. 엷은

  3. 신선한

  4. 어린

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION