- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κουρήιος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: kourēios 고전 발음: [꾸:레:이오] 신약 발음: [꾸레이오]

기본형: κουρήιος κουρήια κουρήιον

형태분석: κουρηι (어간) + ος (어미)

어원: ionic for κόρειος

  1. 어린, 젊은
  1. youthful

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 κουρήιος

어린 (이)가

κουρηία

어린 (이)가

κουρήιον

어린 (것)가

속격 κουρηίου

어린 (이)의

κουρηίας

어린 (이)의

κουρηίου

어린 (것)의

여격 κουρηίῳ

어린 (이)에게

κουρηίᾳ

어린 (이)에게

κουρηίῳ

어린 (것)에게

대격 κουρήιον

어린 (이)를

κουρηίαν

어린 (이)를

κουρήιον

어린 (것)를

호격 κουρήιε

어린 (이)야

κουρηία

어린 (이)야

κουρήιον

어린 (것)야

쌍수주/대/호 κουρηίω

어린 (이)들이

κουρηία

어린 (이)들이

κουρηίω

어린 (것)들이

속/여 κουρηίοιν

어린 (이)들의

κουρηίαιν

어린 (이)들의

κουρηίοιν

어린 (것)들의

복수주격 κουρήιοι

어린 (이)들이

κουρήιαι

어린 (이)들이

κουρήια

어린 (것)들이

속격 κουρηίων

어린 (이)들의

κουρηιῶν

어린 (이)들의

κουρηίων

어린 (것)들의

여격 κουρηίοις

어린 (이)들에게

κουρηίαις

어린 (이)들에게

κουρηίοις

어린 (것)들에게

대격 κουρηίους

어린 (이)들을

κουρηίας

어린 (이)들을

κουρήια

어린 (것)들을

호격 κουρήιοι

어린 (이)들아

κουρήιαι

어린 (이)들아

κουρήια

어린 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὴν δὲ ἴδον Κελεοῖο Ἐλευσινίδαο θύγατρες ἐρχόμεναι μεθ ὕδωρ εὐήρυτον, ὄφρα φέροιεν κάλπισι χαλκείῃσι φίλα πρὸς δώματα πατρός, τέσσαρες, ὥστε θεαί, κουρήιον ἄνθος ἔχουσαι, Καλλιδίκη καὶ Κλεισιδίκη Δημώ τ ἐρόεσσα Καλλιθόη θ, ἣ τῶν προγενεστάτη ἠε῀ν ἁπασῶν: (Anonymous, Homeric Hymns, 12:7)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 12:7)

유의어

  1. 어린

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION