- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὡραῖος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: hōraios 고전 발음: [호:라] 신약 발음: [오래오]

기본형: ὡραῖος ὡραῖη ὡραῖον

형태분석: ὡραι (어간) + ος (어미)

  1. 때마침, 적시의, 적절한 때의, 시기에 알맞은, 적당한, 적절한
  2. 아름다운, 매력적인, 예쁜, 공정한, 공평한
  3. 적절한, 알맞는, 올바른, 적당한
  4. 아름다운, 예쁜, 잘생긴, 아리따운
  1. produced at the right season, seasonable, timely, hora), fruits gathered in due season, of the season, yearling
  2. the summer season, in the season
  3. happening or done in season, in due season, seasonable, fair
  4. seasonable, due, proper
  5. seasonable or ripe, ripe for death
  6. in the bloom of youth, blooming, beautiful

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ὡραῖος

때마침 (이)가

ὡραία

때마침 (이)가

ὡραῖον

때마침 (것)가

속격 ὡραίου

때마침 (이)의

ὡραίας

때마침 (이)의

ὡραίου

때마침 (것)의

여격 ὡραίῳ

때마침 (이)에게

ὡραίᾳ

때마침 (이)에게

ὡραίῳ

때마침 (것)에게

대격 ὡραῖον

때마침 (이)를

ὡραίαν

때마침 (이)를

ὡραῖον

때마침 (것)를

호격 ὡραῖε

때마침 (이)야

ὡραία

때마침 (이)야

ὡραῖον

때마침 (것)야

쌍수주/대/호 ὡραίω

때마침 (이)들이

ὡραία

때마침 (이)들이

ὡραίω

때마침 (것)들이

속/여 ὡραίοιν

때마침 (이)들의

ὡραίαιν

때마침 (이)들의

ὡραίοιν

때마침 (것)들의

복수주격 ὡραῖοι

때마침 (이)들이

ὡραῖαι

때마침 (이)들이

ὡραῖα

때마침 (것)들이

속격 ὡραίων

때마침 (이)들의

ὡραιῶν

때마침 (이)들의

ὡραίων

때마침 (것)들의

여격 ὡραίοις

때마침 (이)들에게

ὡραίαις

때마침 (이)들에게

ὡραίοις

때마침 (것)들에게

대격 ὡραίους

때마침 (이)들을

ὡραίας

때마침 (이)들을

ὡραῖα

때마침 (것)들을

호격 ὡραῖοι

때마침 (이)들아

ὡραῖαι

때마침 (이)들아

ὡραῖα

때마침 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ὡραῖος

ὡραίου

때마침 (이)의

ὡραιότερος

ὡραιοτέρου

더 때마침 (이)의

ὡραιότατος

ὡραιοτάτου

가장 때마침 (이)의

부사 ὡραίως

ὡραιότερον

ὡραιότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μετὰ ταῦτα δὲ λούσαντες αὐτούς, ὡς οὐχ ἱκανῆς τῆς κάτω λίμνης λουτρὸν εἶναι τοῖς ἐκεῖ, καὶ μύρῳ τῷ καλλίστῳ χρίσαντες τὸ σῶμα πρὸς δυσωδίαν ἤδη βιαζόμενον καὶ στεφανώσαντες τοῖς ὡραίοις ἄνθεσι προτίθενται λαμπρῶς ἀμφιέσαντες, ἵνα μὴ ῥιγῷεν δῆλον ὅτι παρὰ τὴν ὁδὸν μηδὲ γυμνοὶ βλέποιντο τῷ Κερβέρῳ. (Lucian, (no name) 11:1)

    (루키아노스, (no name) 11:1)

  • τὸ δὲ μέγιστον ἄλλος τις ἔστω ἐπὶ πᾶσιν ὁ ἥδιστος, ὡς ἐράσμιον εἶναί με περιθέμενον παισὶ τοῖς ὡραίοις καὶ γυναιξὶ καὶ δήμοις ὅλοις καὶ μηδένα εἶναι ἀνέραστον καὶ ὅτῳ μὴ ποθεινότατος ἐγὼ καὶ ἀνὰ στόμα, ὥστε πολλὰς γυναῖκας οὐ φερούσας τὸν ἔρωτα καὶ ἀναρτᾶν ἑαυτὰς καὶ τὰ μειράκια ἐπιμεμηνέναι μοι καὶ εὐδαίμονα εἶναι δοκεῖν, εἴ τινα καὶ μόνον προσβλέψαιμι αὐτῶν, εἰ δ᾿ ὑπερορῴην, κἀκεῖνα ὑπὸ λύπης ἀπολλύσθω, καὶ ὅλως ὑπὲρ τὸν Υἅκινθον ἢ Ὕλαν ἢ Φάωνα τὸν Χῖον εἶναί με. (Lucian, 73:1)

    (루키아노스, 73:1)

  • τὸ δὲ ὅλον, ἴστε οἱ πέ νητες ὑμεῖς ἐξηπατημένοι καὶ οὐκ ὀρθῶς δοξάζοντες περὶ τῶν πλουσίων, οἵ γε πανευδαίμονας αὐτοὺς οἰέσθε εἶναι καὶ μόνους ἡδύν τινα βιοῦν τὸν βίον, ὅτι δειπνεῖν τε πολυτελῶς ἔστιν αὐτοῖς καὶ μεθύσκεσθαι οἴνου ἡδέος καὶ παισὶν ὡραίοις καὶ γυναιξὶν ὁμιλεῖν καὶ ἐσθῆσι μαλακαῖς χρῆσθαι: (Lucian, Saturnalia, letter 2 2:1)

    (루키아노스, Saturnalia, letter 2 2:1)

  • οὐ γὰρ μόνον στεφανουμένων τοῖς ὡραίοις ἄνθεσιν, ἀλλὰ καὶ μετὰ χεῖρας ἐχόντων τὸ πᾶν εἶδος ἐπικοσμεῖται. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 798)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 798)

  • "ἢ πάντες οἱ ἐρῶντες οἱο῀ν ἐκτρυφῶντες ὑπὸ τοῦ πάθους καὶ ὡριαινόμενοι τοῖς ὡραίοις ἁβρύνονται· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 7912)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 7912)

유의어

  1. the summer season

  2. 아름다운

  3. 적절한

  4. 아름다운

관련어

명사

형용사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION