헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καίριος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καίριος καίριᾱ καίριον

형태분석: καιρι (어간) + ος (어미)

어원: kairo/s

  1. 때마침, 적시의, 적당한, 적절한 때의, 적절한, 시기에 알맞은, 형편이 좋은
  1. in or at the right place, a vital part, mortally
  2. in season, seasonable, timely, opportune, timely circumstances, opportunities
  3. lasting but for a season
  4. in season, seasonably

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 καίριος

(이)가

καιρίᾱ

(이)가

καίριον

(것)가

속격 καιρίου

(이)의

καιρίᾱς

(이)의

καιρίου

(것)의

여격 καιρίῳ

(이)에게

καιρίᾱͅ

(이)에게

καιρίῳ

(것)에게

대격 καίριον

(이)를

καιρίᾱν

(이)를

καίριον

(것)를

호격 καίριε

(이)야

καιρίᾱ

(이)야

καίριον

(것)야

쌍수주/대/호 καιρίω

(이)들이

καιρίᾱ

(이)들이

καιρίω

(것)들이

속/여 καιρίοιν

(이)들의

καιρίαιν

(이)들의

καιρίοιν

(것)들의

복수주격 καίριοι

(이)들이

καίριαι

(이)들이

καίρια

(것)들이

속격 καιρίων

(이)들의

καιριῶν

(이)들의

καιρίων

(것)들의

여격 καιρίοις

(이)들에게

καιρίαις

(이)들에게

καιρίοις

(것)들에게

대격 καιρίους

(이)들을

καιρίᾱς

(이)들을

καίρια

(것)들을

호격 καίριοι

(이)들아

καίριαι

(이)들아

καίρια

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καίτοι τοῦτο μὲν ἴσωσ εἰρηνικώτερόν ἐστιν καὶ τὸ τραῦμα ἧττον καίριον, εἰ αὐτὸσ ἴδοισ· (Lucian, Imagines, (no name) 1:6)

    (루키아노스, Imagines, (no name) 1:6)

  • σύ τ’ εὖ παραινεῖσ καὶ σὺ καιρίωσ σκοπεῖσ. (Euripides, Rhesus, episode 3:18)

    (에우리피데스, Rhesus, episode 3:18)

  • οὐ γὰρ ἐξ ἐπιπολῆσ οὐδ’ ὡσ ἔτυχεν ἡμῶν ὁ λόγοσ καθίκετο, βαθεῖα δὲ καὶ καίριοσ ἡ πληγὴ ἐγένετο, καὶ μάλα εὐστόχωσ ἐνεχθεὶσ ὁ λόγοσ αὐτήν, εἰ οἱο͂́ν τε εἰπεῖν, διέκοψε τὴν ψυχήν εἰ γάρ τι δεῖ κἀμὲ ἤδη φιλοσόφων προσάψασθαι λόγων, ὧδε περὶ τούτων ὑπείληφα· (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 35:4)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 35:4)

  • ἐπιστὰσ δὲ ἐκεῖνοσ καὶ ἰδὼν υἱὸν ὃν εἶχεν μόνον ὀλίγον ἐμπνέοντα, ᾑμαγμένον, ἐμπεπλησμένον τοῦ φόνου καὶ τὰ τραύματα συνεχῆ καὶ πολλὰ καὶ καίρια, ἀνεβόησεν τοῦτο· (Lucian, Tyrannicida, (no name) 20:4)

    (루키아노스, Tyrannicida, (no name) 20:4)

  • σὺ δ’, ὦ γεραιέ ‐ καίριοσ γὰρ ἤλυθεσ ‐ λέξον, τί δρῶν ἂν φονέα τεισαίμην πατρόσ; (Euripides, episode, lyric 1:3)

    (에우리피데스, episode, lyric 1:3)

  • ἥ τοι καίριοσ σπουδὴ πόνου λήξαντοσ ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν. (Sophocles, Philoctetes, episode 3:8)

    (소포클레스, 필록테테스, episode 3:8)

  • οὐ μήν γε ἦν καίριοσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 19 120:3)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 19 120:3)

유의어

  1. 때마침

  2. lasting but for a season

  3. in season

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION