Ancient Greek-English Dictionary Language

ὠφέλιμος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὠφέλιμος

Structure: ὠφελιμ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. helping, useful, serviceable, profitable, advantageous, beneficial

Examples

  • ι Ὅτι ἡ τρῖψισ ταῖσ κυσὶν ὠφέλιμοσ, καὶ πῶσ ταύτασ δεῖ ἀποτρίβειν. (Arrian, Cynegeticus, chapter pr12)
  • βούλει οὖν ἀφέμενοσ, ὦ ἑταῖρε, τῶν βλασφημιῶν τούτων ἀκοῦσαὶ μού τι περὶ ὀρχήσεωσ λέγοντοσ καὶ τῶν ἐν αὐτῇ καλῶν, καὶ ὡσ οὐ τερπνὴ μόνον ἀλλὰ καὶ ὠφέλιμόσ ἐστιν τοῖσ θεωμένοισ, καὶ ὅσα παιδεύει καὶ ὅσα διδάσκει, καὶ ὡσ ῥυθμίζει τῶν ὁρώντων τὰσ ψυχάσ, καλλίστοισ θεάμασιν ἐγγυμνάζουσα καὶ ἀρίστοισ ἀκούσμασιν ἐνδιατρίβουσα καὶ κοινόν τι ψυχῆσ καὶ σώματοσ κάλλοσ ἐπιδεικνυμένη ; (Lucian, De saltatione, (no name) 6:1)
  • πρὸσ δὲ τὰ ἐκ τοῦ ἀέροσ ἐμπόδια ἡ σάλπιγξ ὠφέλιμοσ. (Arrian, chapter 27 7:2)
  • ὠνήσομαι γάρ σε, ἢν ὠφέλιμοσ ᾖσ. (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 12:8)
  • ὁρῶ μὲν ὅτι τὸν πραότατου, ὦ Κορνήλιε Ποῦλχερ, πολιτείασ ᾕρησαι τρόπον, ἐν ᾧ μάλιστα τοῖσ κοινοῖσ ὠφέλιμοσ; (Plutarch, De capienda ex inimicis utilitate, chapter, section 11)

Synonyms

  1. helping

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION