Ancient Greek-English Dictionary Language

πρακτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πρακτικός

Structure: πρακτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pra/ssw

Sense

  1. of or pertaining to action, concerned with action or business, active, practical

Examples

  • ἀπολειπόμενον, ἀλλὰ τῶν καλῶν πάντων κοινωνὸν ἀποφαίνων καὶ χρώμενοσ παρόντι καὶ περιμένων ἀπόντα, καὶ ὅλωσ συνεμφαίνων ὅτι πρακτικὸσ μὲν οὐχ ἧττον αὐτοῦ, παραχωρητικὸσ δὲ μᾶλλόν ἐστι δόξησ καὶ δυνάμεωσ, οὐθὲν ἑαυτοῦ παραιρούμενοσ ἐκείνῳ μεγάλα προστίθησι. (Plutarch, De fraterno amore, section 13 3:1)
  • καὶ τιμὴν φέροντοσ ἔργου περιορῶν ἀπολειπόμενον, ἀλλὰ τῶν καλῶν πάντων κοινωνὸν ἀποφαίνων καὶ χρώμενοσ παρόντι καὶ περιμένων ἀπόντα, καὶ ὅλωσ συνεμφαίνων ὅτι πρακτικὸσ μὲν οὐχ ἧττον αὐτοῦ παραχωρητικὸσ δὲ μᾶλλόν ἐστι δόξησ; (Plutarch, De fraterno amore, section 13 8:1)
  • τούτων ὁ μὲν ἐκ Σικυῶνοσ ἦν φυγάσ, ὁ δὲ Ἔκδηλοσ Ἀρκὰσ ἐκ Μεγάλησ πόλεωσ, ἀνὴρ φιλόσοφοσ καὶ πρακτικόσ, Ἀρκεσιλάου τοῦ Ἀκαδημιακοῦ γεγονὼσ ἐν ἄστει συνήθησ. (Plutarch, Aratus, chapter 5 1:2)
  • δοῦλοσ τῶν ἡδονῶν ζῳώδησ καὶ μικροπρεπήσ ἐστιν, ὁ δὲ θεωρητικὸσ τοῦ πρακτικοῦ διαμαρτάνων ἀνωφελήσ, ὁ δὲ πρακτικὸσ ἀμοιρήσασ φιλοσοφίασ ἄμουσοσ καὶ πλημμελήσ. (Plutarch, De liberis educandis, section 10 12:1)
  • καλὸσ δὲ κἀγαθὸσ τῷ τῶν ἀγαθῶν τὰ καλὰ ὑπάρχειν αὐτῷ δι’ αὑτὰ καὶ τῷ πρακτικὸσ εἶναι τῶν καλῶν καὶ αὑτῶν ἕνεκα. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 8 54:2)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION