헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πρακτικός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πρακτικός

형태분석: πρακτικ (어간) + ος (어미)

어원: pra/ssw

  1. 적극적, 활동적인, 바쁜, 부지런한, 실용적인
  1. of or pertaining to action, concerned with action or business, active, practical

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πρακτικός

적극적 (이)가

πρακτική

적극적 (이)가

πράκτικον

적극적 (것)가

속격 πρακτικοῦ

적극적 (이)의

πρακτικῆς

적극적 (이)의

πρακτίκου

적극적 (것)의

여격 πρακτικῷ

적극적 (이)에게

πρακτικῇ

적극적 (이)에게

πρακτίκῳ

적극적 (것)에게

대격 πρακτικόν

적극적 (이)를

πρακτικήν

적극적 (이)를

πράκτικον

적극적 (것)를

호격 πρακτικέ

적극적 (이)야

πρακτική

적극적 (이)야

πράκτικον

적극적 (것)야

쌍수주/대/호 πρακτικώ

적극적 (이)들이

πρακτικᾱ́

적극적 (이)들이

πρακτίκω

적극적 (것)들이

속/여 πρακτικοῖν

적극적 (이)들의

πρακτικαῖν

적극적 (이)들의

πρακτίκοιν

적극적 (것)들의

복수주격 πρακτικοί

적극적 (이)들이

πρακτικαί

적극적 (이)들이

πράκτικα

적극적 (것)들이

속격 πρακτικῶν

적극적 (이)들의

πρακτικῶν

적극적 (이)들의

πρακτίκων

적극적 (것)들의

여격 πρακτικοῖς

적극적 (이)들에게

πρακτικαῖς

적극적 (이)들에게

πρακτίκοις

적극적 (것)들에게

대격 πρακτικούς

적극적 (이)들을

πρακτικᾱ́ς

적극적 (이)들을

πράκτικα

적극적 (것)들을

호격 πρακτικοί

적극적 (이)들아

πρακτικαί

적극적 (이)들아

πράκτικα

적극적 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δὲ νῦν αὐλικοί, πρακτικοὶ δοκοῦντεσ εἶναι, μηδενὸσ καλοῦντοσ ὠθοῦνται δι’ αὑτῶν ἐπὶ τράχηλον εἰσ αὐλὰσ καὶ προπομπὰσ καὶ θυραυλίασ ἐπιπόνουσ, ἵν’ ἵππου τινὸσ ἢ πόρπησ ἢ τοιαύτησ τινὸσ εὐημερίασ τύχωσι. (Plutarch, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 1 1:3)

    (플루타르코스, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 1 1:3)

  • ἐπεὶ δ’ ὑπόκειται ἀρετὴ εἶναι ἡ τοιαύτη ἕξισ ἀφ’ ἧσ πρακτικοὶ τῶν βελτίστων καὶ καθ’ ἣν ἄριστα διάκεινται περὶ τὸ βέλτιστον, βέλτιστον δὲ καὶ ἄριστον τὸ κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον, τοῦτο δ’ ἐστὶ τὸ μέσον ὑπερβολῆσ καὶ ἐλλείψεωσ τῆσ πρὸσ ἡμᾶσ· (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 80:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 80:1)

  • πότερον οὖν ἀπό τινοσ ἕξεωσ οὗτοί εἰσιν, ἢ οὐ τῷ αὐτοὶ ποιοί τινεσ εἶναι πρακτικοί εἰσι τῶν εὐτυχημάτων; (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 8 18:2)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 8 18:2)

  • ἀνδρεία δὲ δι’ ἣν πρακτικοί εἰσι τῶν καλῶν ἔργων ἐν τοῖσ κινδύνοισ, καὶ ὡσ ὁ νόμοσ κελεύει, καὶ ὑπηρετικοὶ τῷ νόμῳ· (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 9 8:1)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 1, chapter 9 8:1)

  • αὐτοὶ δ’ οἰόνται δυνατοὶ εἶναι μάλιστα ἀζήμιοι ἀδικεῖν οἱ εἰπεῖν δυνάμενοι καὶ οἱ πρακτικοὶ καὶ οἱ ἔμπειροι πολλῶν ἀγώνων, κἂν πολύφιλοι ὦσιν, κἂν πλούσιοι. (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 12 2:2)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 1, chapter 12 2:2)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION