헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπομιμνήσκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπομιμνήσκω ὑπομνήσω ὑπέμνήσα

형태분석: ὑπο (접두사) + μιμνήσκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 두다, 놓다, 떠올리게 하다, 상기시키다, 놓이다
  2. 언급하다, 제안하다, 권하다, 말하다
  3. 기억하다, 마음에 새기다, 마음 속에 새기다
  1. to remind, of, to put, in mind
  2. to bring back to one's mind, mention, suggest
  3. to remind one of, to make mention of
  4. to call to mind, remember
  5. to make mention

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπομιμνήσκω

(나는) 둔다

ὑπομιμνήσκεις

(너는) 둔다

ὑπομιμνήσκει

(그는) 둔다

쌍수 ὑπομιμνήσκετον

(너희 둘은) 둔다

ὑπομιμνήσκετον

(그 둘은) 둔다

복수 ὑπομιμνήσκομεν

(우리는) 둔다

ὑπομιμνήσκετε

(너희는) 둔다

ὑπομιμνήσκουσιν*

(그들은) 둔다

접속법단수 ὑπομιμνήσκω

(나는) 두자

ὑπομιμνήσκῃς

(너는) 두자

ὑπομιμνήσκῃ

(그는) 두자

쌍수 ὑπομιμνήσκητον

(너희 둘은) 두자

ὑπομιμνήσκητον

(그 둘은) 두자

복수 ὑπομιμνήσκωμεν

(우리는) 두자

ὑπομιμνήσκητε

(너희는) 두자

ὑπομιμνήσκωσιν*

(그들은) 두자

기원법단수 ὑπομιμνήσκοιμι

(나는) 두기를 (바라다)

ὑπομιμνήσκοις

(너는) 두기를 (바라다)

ὑπομιμνήσκοι

(그는) 두기를 (바라다)

쌍수 ὑπομιμνήσκοιτον

(너희 둘은) 두기를 (바라다)

ὑπομιμνησκοίτην

(그 둘은) 두기를 (바라다)

복수 ὑπομιμνήσκοιμεν

(우리는) 두기를 (바라다)

ὑπομιμνήσκοιτε

(너희는) 두기를 (바라다)

ὑπομιμνήσκοιεν

(그들은) 두기를 (바라다)

명령법단수 ὑπομίμνησκε

(너는) 두어라

ὑπομιμνησκέτω

(그는) 두어라

쌍수 ὑπομιμνήσκετον

(너희 둘은) 두어라

ὑπομιμνησκέτων

(그 둘은) 두어라

복수 ὑπομιμνήσκετε

(너희는) 두어라

ὑπομιμνησκόντων, ὑπομιμνησκέτωσαν

(그들은) 두어라

부정사 ὑπομιμνήσκειν

두는 것

분사 남성여성중성
ὑπομιμνησκων

ὑπομιμνησκοντος

ὑπομιμνησκουσα

ὑπομιμνησκουσης

ὑπομιμνησκον

ὑπομιμνησκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπομιμνήσκομαι

(나는) 둬진다

ὑπομιμνήσκει, ὑπομιμνήσκῃ

(너는) 둬진다

ὑπομιμνήσκεται

(그는) 둬진다

쌍수 ὑπομιμνήσκεσθον

(너희 둘은) 둬진다

ὑπομιμνήσκεσθον

(그 둘은) 둬진다

복수 ὑπομιμνησκόμεθα

(우리는) 둬진다

ὑπομιμνήσκεσθε

(너희는) 둬진다

ὑπομιμνήσκονται

(그들은) 둬진다

접속법단수 ὑπομιμνήσκωμαι

(나는) 둬지자

ὑπομιμνήσκῃ

(너는) 둬지자

ὑπομιμνήσκηται

(그는) 둬지자

쌍수 ὑπομιμνήσκησθον

(너희 둘은) 둬지자

ὑπομιμνήσκησθον

(그 둘은) 둬지자

복수 ὑπομιμνησκώμεθα

(우리는) 둬지자

ὑπομιμνήσκησθε

(너희는) 둬지자

ὑπομιμνήσκωνται

(그들은) 둬지자

기원법단수 ὑπομιμνησκοίμην

(나는) 둬지기를 (바라다)

ὑπομιμνήσκοιο

(너는) 둬지기를 (바라다)

ὑπομιμνήσκοιτο

(그는) 둬지기를 (바라다)

쌍수 ὑπομιμνήσκοισθον

(너희 둘은) 둬지기를 (바라다)

ὑπομιμνησκοίσθην

(그 둘은) 둬지기를 (바라다)

복수 ὑπομιμνησκοίμεθα

(우리는) 둬지기를 (바라다)

ὑπομιμνήσκοισθε

(너희는) 둬지기를 (바라다)

ὑπομιμνήσκοιντο

(그들은) 둬지기를 (바라다)

명령법단수 ὑπομιμνήσκου

(너는) 둬져라

ὑπομιμνησκέσθω

(그는) 둬져라

쌍수 ὑπομιμνήσκεσθον

(너희 둘은) 둬져라

ὑπομιμνησκέσθων

(그 둘은) 둬져라

복수 ὑπομιμνήσκεσθε

(너희는) 둬져라

ὑπομιμνησκέσθων, ὑπομιμνησκέσθωσαν

(그들은) 둬져라

부정사 ὑπομιμνήσκεσθαι

둬지는 것

분사 남성여성중성
ὑπομιμνησκομενος

ὑπομιμνησκομενου

ὑπομιμνησκομενη

ὑπομιμνησκομενης

ὑπομιμνησκομενον

ὑπομιμνησκομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπεμίμνησκον

(나는) 두고 있었다

ὑπεμίμνησκες

(너는) 두고 있었다

ὑπεμίμνησκεν*

(그는) 두고 있었다

쌍수 ὑπεμιμνήσκετον

(너희 둘은) 두고 있었다

ὑπεμιμνησκέτην

(그 둘은) 두고 있었다

복수 ὑπεμιμνήσκομεν

(우리는) 두고 있었다

ὑπεμιμνήσκετε

(너희는) 두고 있었다

ὑπεμίμνησκον

(그들은) 두고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπεμιμνησκόμην

(나는) 둬지고 있었다

ὑπεμιμνήσκου

(너는) 둬지고 있었다

ὑπεμιμνήσκετο

(그는) 둬지고 있었다

쌍수 ὑπεμιμνήσκεσθον

(너희 둘은) 둬지고 있었다

ὑπεμιμνησκέσθην

(그 둘은) 둬지고 있었다

복수 ὑπεμιμνησκόμεθα

(우리는) 둬지고 있었다

ὑπεμιμνήσκεσθε

(너희는) 둬지고 있었다

ὑπεμιμνήσκοντο

(그들은) 둬지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπέμνησα

(나는) 두었다

ὑπέμνησας

(너는) 두었다

ὑπέμνησεν*

(그는) 두었다

쌍수 ὑπεμνήσατον

(너희 둘은) 두었다

ὑπεμνησάτην

(그 둘은) 두었다

복수 ὑπεμνήσαμεν

(우리는) 두었다

ὑπεμνήσατε

(너희는) 두었다

ὑπέμνησαν

(그들은) 두었다

접속법단수 ὑπομνήσω

(나는) 두었자

ὑπομνήσῃς

(너는) 두었자

ὑπομνήσῃ

(그는) 두었자

쌍수 ὑπομνήσητον

(너희 둘은) 두었자

ὑπομνήσητον

(그 둘은) 두었자

복수 ὑπομνήσωμεν

(우리는) 두었자

ὑπομνήσητε

(너희는) 두었자

ὑπομνήσωσιν*

(그들은) 두었자

기원법단수 ὑπομνήσαιμι

(나는) 두었기를 (바라다)

ὑπομνήσαις

(너는) 두었기를 (바라다)

ὑπομνήσαι

(그는) 두었기를 (바라다)

쌍수 ὑπομνήσαιτον

(너희 둘은) 두었기를 (바라다)

ὑπομνησαίτην

(그 둘은) 두었기를 (바라다)

복수 ὑπομνήσαιμεν

(우리는) 두었기를 (바라다)

ὑπομνήσαιτε

(너희는) 두었기를 (바라다)

ὑπομνήσαιεν

(그들은) 두었기를 (바라다)

명령법단수 ὑπομνήσον

(너는) 두었어라

ὑπομνησάτω

(그는) 두었어라

쌍수 ὑπομνήσατον

(너희 둘은) 두었어라

ὑπομνησάτων

(그 둘은) 두었어라

복수 ὑπομνήσατε

(너희는) 두었어라

ὑπομνησάντων

(그들은) 두었어라

부정사 ὑπομνήσαι

두었는 것

분사 남성여성중성
ὑπομνησᾱς

ὑπομνησαντος

ὑπομνησᾱσα

ὑπομνησᾱσης

ὑπομνησαν

ὑπομνησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπεμνησάμην

(나는) 둬졌다

ὑπεμνήσω

(너는) 둬졌다

ὑπεμνήσατο

(그는) 둬졌다

쌍수 ὑπεμνήσασθον

(너희 둘은) 둬졌다

ὑπεμνησάσθην

(그 둘은) 둬졌다

복수 ὑπεμνησάμεθα

(우리는) 둬졌다

ὑπεμνήσασθε

(너희는) 둬졌다

ὑπεμνήσαντο

(그들은) 둬졌다

접속법단수 ὑπομνήσωμαι

(나는) 둬졌자

ὑπομνήσῃ

(너는) 둬졌자

ὑπομνήσηται

(그는) 둬졌자

쌍수 ὑπομνήσησθον

(너희 둘은) 둬졌자

ὑπομνήσησθον

(그 둘은) 둬졌자

복수 ὑπομνησώμεθα

(우리는) 둬졌자

ὑπομνήσησθε

(너희는) 둬졌자

ὑπομνήσωνται

(그들은) 둬졌자

기원법단수 ὑπομνησαίμην

(나는) 둬졌기를 (바라다)

ὑπομνήσαιο

(너는) 둬졌기를 (바라다)

ὑπομνήσαιτο

(그는) 둬졌기를 (바라다)

쌍수 ὑπομνήσαισθον

(너희 둘은) 둬졌기를 (바라다)

ὑπομνησαίσθην

(그 둘은) 둬졌기를 (바라다)

복수 ὑπομνησαίμεθα

(우리는) 둬졌기를 (바라다)

ὑπομνήσαισθε

(너희는) 둬졌기를 (바라다)

ὑπομνήσαιντο

(그들은) 둬졌기를 (바라다)

명령법단수 ὑπομνήσαι

(너는) 둬졌어라

ὑπομνησάσθω

(그는) 둬졌어라

쌍수 ὑπομνήσασθον

(너희 둘은) 둬졌어라

ὑπομνησάσθων

(그 둘은) 둬졌어라

복수 ὑπομνήσασθε

(너희는) 둬졌어라

ὑπομνησάσθων

(그들은) 둬졌어라

부정사 ὑπομνήσεσθαι

둬졌는 것

분사 남성여성중성
ὑπομνησαμενος

ὑπομνησαμενου

ὑπομνησαμενη

ὑπομνησαμενης

ὑπομνησαμενον

ὑπομνησαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εὐθὺσ ἐγὼ πρῶτοσ, ὅταν ἡμέρα γένηται, μικρὰ ὑπομιμνῄσκομαι, τίνα ἐπαναγνῶναί με δεῖ. (Epictetus, Works, book 1, 7:4)

    (에픽테토스, Works, book 1, 7:4)

유의어

  1. 두다

  2. to remind one of

  3. 기억하다

  4. to make mention

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION