헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τέχνη

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τέχνη τέχνης

형태분석: τεχν (어간) + η (어미)

어원: ti/ktw

  1. 기술, 능력, 상업, 공예
  2. 기술, 예술
  3. 교묘, 잔꾀, 계략
  4. 방법, 수단
  1. craft, skill, trade
  2. art
  3. cunning, wile
  4. means

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 τέχνη

기술이

τέχνᾱ

기술들이

τέχναι

기술들이

속격 τέχνης

기술의

τέχναιν

기술들의

τεχνῶν

기술들의

여격 τέχνῃ

기술에게

τέχναιν

기술들에게

τέχναις

기술들에게

대격 τέχνην

기술을

τέχνᾱ

기술들을

τέχνᾱς

기술들을

호격 τέχνη

기술아

τέχνᾱ

기술들아

τέχναι

기술들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔργον λιθουργικῆσ τέχνησ, γλύμμα σφραγῖδοσ, διαγλύψεισ τοὺσ δύο λίθουσ ἐπὶ τοῖσ ὀνόμασι τῶν υἱῶν Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Exodus 28:11)

    (70인역 성경, 탈출기 28:11)

  • υἱὸν γυναικὸσ χήρασ, καὶ οὗτοσ ἀπὸ τῆσ φυλῆσ τῆσ Νεφθαλίμ, καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἀνὴρ Τύριοσ, τέκτων χαλκοῦ καὶ πεπληρωμένοσ τῆσ τέχνησ καὶ συνέσεωσ καὶ ἐπιγνώσεωσ τοῦ ποιεῖν πᾶν ἔργον ἐν χαλκῷ. καὶ εἰσηνέχθη πρὸσ τὸν βασιλέα Σαλωμὼν καὶ ἐποίησε πάντα τὰ ἔργα. (Septuagint, Liber I Regum 7:2)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 7:2)

  • Ταλαίπωροι δὲ καὶ ἐν νεκροῖσ αἱ ἐλπίδεσ αὐτῶν, οἵτινεσ ἐκάλεσαν θεοὺσ ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων, χρυσὸν καὶ ἄργυρον τέχνησ ἐμμελέτημα καὶ ἀπεικάσματα ζῴων ἢ λίθον ἄχρηστον χειρὸσ ἔργον ἀρχαίασ. (Septuagint, Liber Sapientiae 13:10)

    (70인역 성경, 지혜서 13:10)

  • δεικνὺσ ὅτι δύνασαι ἐκ παντὸσ σώζειν, ἵνα κἂν ἄνευ τέχνησ τισ ἐπιβῇ. (Septuagint, Liber Sapientiae 14:4)

    (70인역 성경, 지혜서 14:4)

  • μαγικῆσ δὲ ἐμπαίγματα κατέκειτο τέχνησ, καὶ τῆσ ἐπί φρονήσει ἀλαζονείασ ἔλεγχοσ ἐφύβριστοσ. (Septuagint, Liber Sapientiae 17:7)

    (70인역 성경, 지혜서 17:7)

유의어

  1. 기술

  2. 방법

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION