- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ζωγραφική?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: zōgraphikē 고전 발음: [도:라피께:] 신약 발음: [라피께]

기본형: ζωγραφική

형태분석: ζωγραφικ (어간) + η (어미)

  1. 그림, 미술
  1. the art of painting

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ζωγραφική

그림이

ζωγραφικά

그림들이

ζωγραφικαί

그림들이

속격 ζωγραφικῆς

그림의

ζωγραφικαῖν

그림들의

ζωγραφικῶν

그림들의

여격 ζωγραφικῇ

그림에게

ζωγραφικαῖν

그림들에게

ζωγραφικαῖς

그림들에게

대격 ζωγραφικήν

그림을

ζωγραφικά

그림들을

ζωγραφικάς

그림들을

호격 ζωγραφική

그림아

ζωγραφικά

그림들아

ζωγραφικαί

그림들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ὅλως ἦν τοιοῦτος οἱό῀ν φησι Μελάνθιος ὁ ζωγράφος ἐν τοῖς Περὶ ζωγραφικῆς: (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, D, Kef. g'. POLEMWN 3:2)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, D, Kef. g'. POLEMWN 3:2)

  • ἤκμασαν δὲ κατὰ τοῦτον τὸν ἐνιαυτὸν οἱ ἐπισημότατοι διθυραμβοποιοί, Φιλόξενος Κυθήριος, Τιμόθεος Μιλήσιος, Τελέστης Σελινούντιος, Πολύειδος, ὃς καὶ ζωγραφικῆς καὶ μουσικῆς εἶχεν ἐμπειρίαν. (Diodorus Siculus, Library, book xiv, chapter 45 15:2)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xiv, chapter 45 15:2)

  • καὶ γὰρ ἐπ ἐκείνων ἡ μὲν ἐκτὸς ἐνίοτε γραμμὴ σῴζεται, τὸ δὲ τῆς ἐμφάσεως καὶ τῆς ἐνεργείας τῶν ἀληθινῶν ζῴων ἄπεστιν, ὅπερ ἴδιον ὑπάρχει τῆς ζωγραφικῆς τέχνης. (Polybius, Histories, book 12, chapter 25h 3:1)

    (폴리비오스, Histories, book 12, chapter 25h 3:1)

유의어

  1. 그림

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION