τέρμα?
3군 변화 명사; 중성
자동번역
로마알파벳 전사: terma
고전 발음: [떼르마]
신약 발음: [때르마]
기본형:
τέρμα
τέρματος
형태분석:
τερματ
(어간)
뜻
- 끝, 경계, 한계
- 끝, 행사, 사건, 매듭
- 끝, 한계, 경계, 제한
- 죽음, 끝, 한계, 경계, 사망, 제한, 사신
- 왕자, 국왕, 최고, 지상
- an end, boundary
- the goal round which chariots had to turn
- the mark set to shew how far a quoit was thrown
- an end, issue, event
- an end, limit, boundaries
- an end, the limit, the end, the term or end, death, at last
- the end or highest point
- the highest power, supremacy, sovereign
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οὐκ ἦν σταθμὸς τοῦ χαλκοῦ, οὗ ἐποίησε πάντα τὰ ἔργα ταῦτα, ἐκ πλήθους σφόδρα. οὐκ ἦν τέρμα τῶν σταθμῶν τοῦ χαλκοῦ. (Septuagint, Liber I Regum 7:32)
(70인역 성경, 열왕기 상권 7:32)
- ἐφ᾿ οἷς γὰρ αὐτοὶ πάσχοντες ἠγανάκτουν, ἐπὶ τούτοις, οὓς ἐδόκουν θεούς, ἐν αὐτοῖς κολαζόμενοι, ἰδόντες ὃν πάλαι ἠρνοῦντο εἰδέναι Θεὸν ἐπέγνωσαν ἀληθῆ. διὸ καὶ τὸ τέρμα τῆς καταδίκης ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐπῆλθεν. (Septuagint, Liber Sapientiae 12:27)
(70인역 성경, 지혜서 12:27)
- κἀκεῖ γὰρ ὁ μὲν ἀγαθὸς δρομεὺς τῆς ὕσπληγγος εὐθὺς καταπεσούσης μόνον τοῦ πρόσω ἐφιέμενος καὶ τὴν διάνοιαν ἀποτείνας πρὸς τὸ τέρμα κἀν τοῖς ποσὶ τὴν ἐλπίδα τῆς νίκης ἔχων τὸν πλησίον οὐδὲν κακουργεῖ οὐδέ τι τῶν ^ κατὰ τοὺς ἀγωνιστὰς πολυπραγμονεῖ, ὁ δὲ κακὸς ἐκεῖνος καὶ ἄναθλος ἀνταγωνιστὴς ἀπογνοὺς τὴν ἐκ τοῦ τάχους ἐλπίδα ἐπὶ τὴν κακοτεχνίαν ἐτράπετο, καὶ τοῦτο μόνον ἐξ ἅπαντος σκοπεῖ, ὅπως τὸν τρέχοντα ἐπισχὼν ἢ ἐμποδίσας ἐπιστομιεῖ, ὡς, εἰ τούτου διαμάρτοι, οὐκ ἄν ποτε νικῆσαι δυνάμενος. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 12:4)
(루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 12:4)
- ὁ γὰρ θάνατος ἀκριβὴς ἔλεγχος τῶν τοιούτων καὶ τὸ ἄχρι πρὸς τὸ τέρμα εὐδαιμόνως διαβιῶναι. (Lucian, Contemplantes, (no name) 10:13)
(루키아노스, Contemplantes, (no name) 10:13)
- εἰ γὰρ ἐπὶ τέρμα καὶ τὸ πλέον ἐμῶν κακῶν ἱκόμενος ἔτι ματέρος ἄγαλμα φόνιον ἐξέλοι, γᾶν δὲ φίλιον Ἰνάχου θεῖτ ὀνήσας. (Euripides, Suppliants, choral, antistrophe 11)
(에우리피데스, Suppliants, choral, antistrophe 11)
유의어
-
끝
-
끝
-
끝
-
the end or highest point