Ancient Greek-English Dictionary Language

στωικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: στωικός στωική στωικόν

Structure: στωικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: stoa/

Sense

  1. of a colonnade or piazza: - , Stoic, of or belonging to the Stoics

Examples

  • ὃσ καὶ ἐκτμηθῆναί φησιν ἐκ τῶν βιβλίων τὰ κακῶσ λεγόμενα παρὰ τοῖσ στωικοῖσ ὑπ’ Ἀθηνοδώρου τοῦ στωικοῦ πιστευθέντοσ τὴν ἐν Περγάμῳ βιβλιοθήκην· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. a'. ZHNWN 34:5)
  • , καὶ τί σοι τὸν Ὀρφέα ἢ τὸν Νέανθον λέγω, ὅπου καὶ καθ’ ἡμᾶσ αὐτοὺσ ἐγένετό τισ καὶ ἔτι ἐστίν, οἶμαι, ὃσ τὸν Ἐπικτήτου λύχνον τοῦ Στωϊκοῦ κεραμεοῦν ὄντα τρισχιλίων δραχμῶν ἐπρίατο; (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 12:5)
  • "τοῦτο μόνον εἰπεῖν ἔχω, ὅτι ἀντὶ Στωϊκοῦ ἤδη Κυνικὸσ ἡμῖν γεγένηται. (Lucian, De mercede, (no name) 34:10)
  • παρελθὼν γὰρ εἰσ τὸ μέσον οἰκέτησ παρ’ Ἑτοιμοκλέουσ τοῦ Στωϊκοῦ ἥκειν λέγων γραμματίδιον ἔχων κελεῦσαὶ οἱ ἔφη τὸν δεσπότην ἐν τῷ κοινῷ ἀναγνόντα εἰσ ἐπήκοον ἅπασιν ὀπίσω αὖθισ , ἀπαλλάττεσθαι. (Lucian, Symposium, (no name) 21:1)
  • τρισκαιδέκατοσ Βιθυνὸσ Διφίλου τοῦ στωϊκοῦ υἱόσ, μαθητὴσ δὲ Παναιτίου τοῦ Ῥοδίου· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, E, Kef. e'. DHMHTRIOS 10:7)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION