- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στωικός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: stōikos 고전 발음: [또:이꼬] 신약 발음: [또이꼬]

기본형: στωικός στωική στωικόν

형태분석: στωικ (어간) + ος (어미)

어원: στοά

  1. of a colonnade or piazza: - , Stoic, of or belonging to the Stoics

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 στωικός

(이)가

στωική

(이)가

στωικόν

(것)가

속격 στωικοῦ

(이)의

στωικῆς

(이)의

στωικοῦ

(것)의

여격 στωικῷ

(이)에게

στωικῇ

(이)에게

στωικῷ

(것)에게

대격 στωικόν

(이)를

στωικήν

(이)를

στωικόν

(것)를

호격 στωικέ

(이)야

στωική

(이)야

στωικόν

(것)야

쌍수주/대/호 στωικώ

(이)들이

στωικά

(이)들이

στωικώ

(것)들이

속/여 στωικοῖν

(이)들의

στωικαῖν

(이)들의

στωικοῖν

(것)들의

복수주격 στωικοί

(이)들이

στωικαί

(이)들이

στωικά

(것)들이

속격 στωικῶν

(이)들의

στωικῶν

(이)들의

στωικῶν

(것)들의

여격 στωικοῖς

(이)들에게

στωικαῖς

(이)들에게

στωικοῖς

(것)들에게

대격 στωικούς

(이)들을

στωικάς

(이)들을

στωικά

(것)들을

호격 στωικοί

(이)들아

στωικαί

(이)들아

στωικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλὰ τὰ λογάρια τὰ Στωικὰ λέγοντας μυρίους. (Epictetus, Works, book 2, 22:2)

    (에픽테토스, Works, book 2, 22:2)

  • καίτοι γε εἴπερ ἐβούλετο Ὀδυσσεὺς τὸ κατὰ τοὺς Στωϊκοὺς ἐπαινεῖν τέλος, ἐδύνατο ταυτὶ λέγειν ὅτε τὸν Φιλοκτήτην ἀνήγαγεν ἐκ τῆς Λήμνου, ὅτε τὸ Ἴλιον ἐξεπόρθησεν, ὅτε τοὺς Ἕλληνας φεύγοντας κατέσχεν, ὅτε εἰς Τροίαν εἰσῆλθεν ἑαυτὸν μαστιγώσας καὶ κακὰ καὶ Στωϊκὰ ῥάκη ἐνδύς: (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 10:6)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 10:6)

관련어

명사

형용사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION