고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: περιπατητικός
Structure: περιπατητικ (Stem) + ος (Ending)
| Masculine | Feminine | Neuter | ||
|---|---|---|---|---|
| Singular | Nominative | περιπατητικός | περιπατητική | περιπατήτικον |
| Genitive | περιπατητικοῦ | περιπατητικῆς | περιπατητίκου | |
| Dative | περιπατητικῷ | περιπατητικῇ | περιπατητίκῳ | |
| Accusative | περιπατητικόν | περιπατητικήν | περιπατήτικον | |
| Vocative | περιπατητικέ | περιπατητική | περιπατήτικον | |
| Dual | N/A/V | περιπατητικώ | περιπατητικᾱ́ | περιπατητίκω |
| G/D | περιπατητικοῖν | περιπατητικαῖν | περιπατητίκοιν | |
| Plural | Nominative | περιπατητικοί | περιπατητικαί | περιπατήτικα |
| Genitive | περιπατητικῶν | περιπατητικῶν | περιπατητίκων | |
| Dative | περιπατητικοῖς | περιπατητικαῖς | περιπατητίκοις | |
| Accusative | περιπατητικούς | περιπατητικᾱ́ς | περιπατήτικα | |
| Vocative | περιπατητικοί | περιπατητικαί | περιπατήτικα | |
| Positive | Comparative | Superlative | |
|---|---|---|---|
| Adjective | περιπατητικός περιπατητικοῦ | περιπατητικότερος περιπατητικοτεροῦ | περιπατητικότατος περιπατητικοτατοῦ |
| Adverb | περιπατητίκως | περιπατητικότερον | περιπατητικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Ancient Greek entries from Wiktionary
Find this word at Wiktionary고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기