- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκεπτικός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: skeptikos 고전 발음: [껩띠꼬] 신약 발음: [띠꼬]

기본형: σκεπτικός

형태분석: σκεπτικ (어간) + ος (어미)

어원: σκέψις

  1. thoughtful, inquiring

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 σκεπτικός

(이)가

σκεπτική

(이)가

σκέπτικον

(것)가

속격 σκεπτικοῦ

(이)의

σκεπτικῆς

(이)의

σκεπτίκου

(것)의

여격 σκεπτικῷ

(이)에게

σκεπτικῇ

(이)에게

σκεπτίκῳ

(것)에게

대격 σκεπτικόν

(이)를

σκεπτικήν

(이)를

σκέπτικον

(것)를

호격 σκεπτικέ

(이)야

σκεπτική

(이)야

σκέπτικον

(것)야

쌍수주/대/호 σκεπτικώ

(이)들이

σκεπτικά

(이)들이

σκεπτίκω

(것)들이

속/여 σκεπτικοῖν

(이)들의

σκεπτικαῖν

(이)들의

σκεπτίκοιν

(것)들의

복수주격 σκεπτικοί

(이)들이

σκεπτικαί

(이)들이

σκέπτικα

(것)들이

속격 σκεπτικῶν

(이)들의

σκεπτικῶν

(이)들의

σκεπτίκων

(것)들의

여격 σκεπτικοῖς

(이)들에게

σκεπτικαῖς

(이)들에게

σκεπτίκοις

(것)들에게

대격 σκεπτικούς

(이)들을

σκεπτικάς

(이)들을

σκέπτικα

(것)들을

호격 σκεπτικοί

(이)들아

σκεπτικαί

(이)들아

σκέπτικα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καταλείπεται ὁ Σκεπτικὸς ^ οὗτος. (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 26:3)

    (루키아노스, Vitarum auctio, (no name) 26:3)

  • πρὸς τοῦτο τὸ κριτήριον τῶν φαινομένων οἱ δογματικοί φασιν ὅτι ὅτ ἀπὸ τῶν αὐτῶν διάφοροι προσπίπτουσι φαντασίαι, ὡς ἀπὸ τοῦ πύργου ἢ στρογγύλου ἢ τετραγώνου, ὁ σκεπτικὸς εἰ μὲν οὐδετέραν προκρινεῖ, ἀπρακτήσει: (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. ia'. PURRWN 47:1)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. ia'. PURRWN 47:1)

  • λεγόντων δὲ τῶν δογματικῶν ὡς δυνήσεται βιοῦν ὁ σκεπτικὸς μὴ φεύγων τό, εἰ κελευσθείη, κρεουργεῖν τὸν πατέρα, φασὶν οἱ σκεπτικοὶ ὡς δυνήσεται βιοῦν <ὥστε> : (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. ia'. PURRWN 48:4)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. ia'. PURRWN 48:4)

  • τῶν δὲ σίλλων τρία ἐστίν, ἐν οἷς ὡς ἂν σκεπτικὸς ὢν πάντας λοιδορεῖ καὶ σιλλαίνει τοὺς δογματικοὺς ἐν παρῳδίας εἴδει. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. ib'. TIMWN 3:2)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. ib'. TIMWN 3:2)

유의어

  1. thoughtful

관련어

명사

형용사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION