- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στυγερός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: stygeros 고전 발음: [뛰게로] 신약 발음: [뛰개로]

기본형: στυγερός στυγερή στυγερόν

형태분석: στυγερ (어간) + ος (어미)

어원: στυγέω

  1. 미운, 진저리나는, 메스꺼운, 싫은, 지긋지긋한, 혐오할, 역겨운, 불쾌한
  2. 가련한, 미운, 불행한, 비참한
  1. hated, abominated, loathed, hateful, abominable, loathsome, bearing hatred or malice
  2. hateful, wretched, miserable
  3. to one's sorrow, miserably

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 στυγερός

미운 (이)가

στυγερά

미운 (이)가

στυγερόν

미운 (것)가

속격 στυγεροῦ

미운 (이)의

στυγερᾶς

미운 (이)의

στυγεροῦ

미운 (것)의

여격 στυγερῷ

미운 (이)에게

στυγερᾷ

미운 (이)에게

στυγερῷ

미운 (것)에게

대격 στυγερόν

미운 (이)를

στυγεράν

미운 (이)를

στυγερόν

미운 (것)를

호격 στυγερέ

미운 (이)야

στυγερά

미운 (이)야

στυγερόν

미운 (것)야

쌍수주/대/호 στυγερώ

미운 (이)들이

στυγερά

미운 (이)들이

στυγερώ

미운 (것)들이

속/여 στυγεροῖν

미운 (이)들의

στυγεραῖν

미운 (이)들의

στυγεροῖν

미운 (것)들의

복수주격 στυγεροί

미운 (이)들이

στυγεραί

미운 (이)들이

στυγερά

미운 (것)들이

속격 στυγερῶν

미운 (이)들의

στυγερῶν

미운 (이)들의

στυγερῶν

미운 (것)들의

여격 στυγεροῖς

미운 (이)들에게

στυγεραῖς

미운 (이)들에게

στυγεροῖς

미운 (것)들에게

대격 στυγερούς

미운 (이)들을

στυγεράς

미운 (이)들을

στυγερά

미운 (것)들을

호격 στυγεροί

미운 (이)들아

στυγεραί

미운 (이)들아

στυγερά

미운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ζεύς τ ἔθελεν Κρονίδας, τιμῶν Δαναοῦ γενεὰν καὶ διωξίπποιο Λυγκέος, παῦσαι στυγερῶν ἀχέων. (Bacchylides, , epinicians, ode 11 6:1)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 11 6:1)

  • νὺξ δ ἔτεκεν στυγερόν τε Μόρον καὶ Κῆρα μέλαιναν καὶ Θάνατον, τέκε δ Ὕπνον, ἔτικτε δὲ φῦλον Ὀνείρων: (Hesiod, Theogony, Book Th. 25:1)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 25:1)

  • δυσφροσύναισι θεῶν, ὅτε σὸς γόνος ἔκφυγεν Αἵδαν, ὃς λεχέων στυγερῶν χάριν ὤλεσε πέργαμα Τροίας: (Euripides, The Trojan Women, episode, strophe 39)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, strophe 39)

  • ἀτταταῖ ἀτταταῖ στυγερὰ τάδε γε κρυερὰ πάθεα: (Aristophanes, Acharnians, Episode, strophe1)

    (아리스토파네스, Acharnians, Episode, strophe1)

  • στυγερὸς ἐγώ. (Aristophanes, Acharnians, Episode, antistrophe 1:4)

    (아리스토파네스, Acharnians, Episode, antistrophe 1:4)

  • ἀλλὰ καὶ εἰς Ἀχέροντος ἕνα πλόον ἠρνήσαντο, χὠ στυγερὸς ζώει κἠν φθιμένοισιν Ἄρης. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 3992)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 3992)

  • ὡς δ ὅτ ἂν ἀσπάσιος βίοτος παίδεσσι φανήῃ πατρός, ὃς ἐν νούσῳ κεῖται κρατέρ ἄλγεα πάσχων, δηρὸν τηκόμενος, στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων, ἀσπάσιον δ ἄρα τόν γε θεοὶ κακότητος ἔλυσαν, ὣς Ὀδυσεῖ ἀσπαστὸν ἐείσατο γαῖα καὶ ὕλη, νῆχε δ ἐπειγόμενος ποσὶν ἠπείρου ἐπιβῆναι. (Homer, Odyssey, Book 5 42:4)

    (호메로스, 오디세이아, Book 5 42:4)

  • νὺξ δ ἔσται ὅτε δὴ στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει οὐλομένης ἐμέθεν, τῆς τε Ζεὺς ὄλβον ἀπηύρα. (Homer, Odyssey, Book 18 44:3)

    (호메로스, 오디세이아, Book 18 44:3)

  • ὡς δ ὅτ ἂν ἢ κίχλαι τανυσίπτεροι ἠὲ πέλειαι ἑρ´κει ἐνιπλήξωσι, τό θ ἑστήκῃ ἐνὶ θάμνῳ, αὖλιν ἐσιέμεναι, στυγερὸς δ ὑπεδέξατο κοῖτος, ὣς αἵ γ ἑξείης κεφαλὰς ἔχον, ἀμφὶ δὲ πάσαις δειρῇσι βρόχοι ἦσαν, ὅπως οἴκτιστα θάνοιεν. (Homer, Odyssey, Book 22 76:2)

    (호메로스, 오디세이아, Book 22 76:2)

유의어

  1. 가련한

  2. to one's sorrow

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION