Ancient Greek-English Dictionary Language

στρατηλάτης

First declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στρατηλάτης στρατηλάτου

Structure: στρατηλατ (Stem) + ης (Ending)

Etym.: e)lau/nw

Sense

  1. a leader of an army, a general, commander

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • κεῖται γὰρ ἡμῖν Θρῄκιοσ στρατηλάτησ, ἵπποι τ’ ἔχονται, πολέμιοι δ’ ᾐσθημένοι χωροῦσ’ ἐφ’ ὑμᾶσ· (Euripides, Rhesus, episode 2:21)
  • πορθήσεθ’ ἡβήσαντεσ Ἰσμηνοῦ πόλιν, πατέρων θανόντων ἐκδικάζοντεσ φόνον, σύ τ’ ἀντὶ πατρόσ, Αἰγιαλεῦ, στρατηλάτησ νέοσ καταστάσ, παῖσ τ’ ἀπ’ Αἰτωλῶν μολὼν Τυδέωσ, ὃν ὠνόμαζε Διομήδην πατήρ. (Euripides, Suppliants, episode 1:10)
  • ποῦ τῶν Ἀχαιῶν ἐνθάδ’ ὁ στρατηλάτησ; (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode1)
  • ἀσφαλὴσ γάρ ἐστ’ ἀμείνων ἢ θρασὺσ στρατηλάτησ. (Euripides, Phoenissae, episode, trochees12)
  • ὡσ στρατηλάτησ γενόμενοσ ἁπάντων κράτιστοσ τῶν καθ’ ἑαυτὸν Ἡρακλῆσ καὶ δυνάμεωσ πολλῆσ ἡγούμενοσ ἅπασαν ἐπῆλθε τὴν ἐντὸσ Ὠκεανοῦ, καταλύων μὲν εἴ τισ εἰή τυραννὶσ βαρεῖα καὶ λυπηρὰ τοῖσ ἀρχομένοισ ἢ πόλισ ὑβρίζουσα καὶ λωβωμένη τὰσ πέλασ ἢ μοναὶ ἀνθρώπων ἀνημέρῳ διαίτῃ καὶ ξενοκτονίαισ ἀθεμίστοισ χρωμένων, καθιστὰσ δὲ νομίμουσ βασιλείασ καὶ σωφρονικὰ πολιτεύματα καὶ βίων ἔθη φιλάνθρωπα καὶ κοινοπαθῆ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 41 1:2)

Synonyms

  1. a leader of an army

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION