στέλλω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
στέλλω
στελῶ
ἔστειλα
ἔσταλκα
ἔσταλμαι
ἐστάλην
Structure:
στέλλ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I make ready, prepare; I furnish, dress
- I dispatch, send; (middle, passive) I set out, journey
- (active intransitive in passive sense) I set forth, prepare to go
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Πλοῦν τισ πάλιν στελλόμενοσ καὶ ἄγρια μέλλων διοδεύειν κύματα, τοῦ φέροντοσ αὐτὸν πλοίου σαθρότερον ξύλον ἐπιβοᾶται. (Septuagint, Liber Sapientiae 14:1)
- στελλόμενοσ ἐνεδίδου τε τῇ φωνῇ καὶ διεμειδία τῷ προσώπῳ καὶ τὸ βλέμμα πραότερον παρεῖχε, τῷ ῥέπειν ἐπὶ θάτερα καὶ πρὸσ τοὐναντίον ἀντικινεῖσθαι τῷ πάθει διαφυλάττων ἑαυτὸν ἀπτῶτα καὶ ἀήττητον. (Plutarch, De cohibenda ira, section 4 3:1)
- ἐπεὶ δὲ μείζων ἕτεροσ στόλοσ ἦλθεν ἐκ τῶν Ἀθηνῶν καὶ παντελῶσ κατεκλείσθησαν οἱ Σάμιοι, λαβὼν ὁ Περικλῆσ ἑξήκοντα τριήρεισ ἔπλευσεν εἰσ τὸν ἔξω πόντον, ὡσ μὲν οἱ πλεῖστοι λέγουσι, Φοινισσῶν νεῶν ἐπικούρων τοῖσ Σαμίοισ προσφερομένων ἀπαντῆσαι καὶ διαγωνίσασθαι πορρωτάτω βουλόμενοσ, ὡσ δὲ Στησίμβροτοσ, ἐπὶ Κύπρον στελλόμενοσ· (Plutarch, , chapter 26 1:2)
- φεύγων οὖν τὸν φόνον καὶ σὺν τῇ γαμετῇ στελλόμενοσ ἀνεῖλεν ἐν Εὐήνῳ ποταμῷ Νέσσον Κένταυρον, ὡσ καὶ Ἀρχίλοχοσ ἱστορεῖ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , unknown92)
- Ιἄκωβοσ δὲ εἰσ τὴν Μεσοποταμίαν στελλόμενοσ ὑπὸ τῆσ μητρὸσ κατὰ γάμον τῆσ Λαβάνου θυγατρὸσ τοῦ ἐκείνησ ἀδελφοῦ, ἐπιτρέψαντοσ Ἰσάκου τὸν γάμον διὰ τὸ πείθεσθαι τοῖσ βουλήμασι τῆσ γυναικὸσ διὰ τῆσ Χαναναίασ ἐπορεύετο καὶ διὰ τὸ πρὸσ τοὺσ ἐπιχωρίουσ μῖσοσ παρ’ οὐδένα μὲν ἠξίου κατάγεσθαι, ὑπαίθριοσ δὲ ηὐλίζετο τὴν κεφαλὴν λίθοισ ὑπ’ αὐτοῦ συμφορουμένοισ ἐπιτιθεὶσ καὶ τοιαύτην κατὰ τοὺσ ὕπνουσ ὄψιν ὁρᾷ παραστᾶσαν αὐτῷ· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 1 366:1)
Synonyms
-
I make ready
- σκευάζω (to prepare, make ready, to prepare or dress)
- μηχανάομαι (to prepare, make ready)
- παρασκευάζω (I prepare, make ready)
- τιτύσκομαι (to make, make ready, prepare)
- ἀρτέομαι (to be prepared, get ready, make ready)
- τεύχω (to make ready, make, build)
- ἑτοιμάζω (I prepare myself, make myself ready)
- καταρτύω (to prepare, dress)
- ἀναρτέομαι (to be ready, prepared)
- ἀρτύω (to arrange, devise, prepare)
-
I dispatch
-
I set forth
Derived
- ἀναστέλλω (to raise up, to gird up, to keep back)
- ἀποστέλλω (to send off, send away from, to send away)
- διαστέλλω (to put asunder, tear open, to distinguish)
- ἐκστέλλω (to fit out, equip)
- ἐνστέλλω (to dress in, clad in)
- ἐπιστέλλω (I send to, inform by letter/message, I order)
- καταστέλλω (to put in order, arrange, to keep down)
- περιστέλλω (to dress, clothe, wrap up)
- προσστέλλω (to lay upon, to keep close to, to be tight-drawn)
- συνεπιστέλλω (to send with or together)
- συστέλλω (to draw together, draw in: to shorten sail, to draw)
- ὑποστέλλω (to draw in, made, furl)