- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σπόρος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: sporos 고전 발음: [뽀로] 신약 발음: [뽀로]

기본형: σπόρος σπόρου

형태분석: σπορ (어간) + ος (어미)

어원: σπείρω

  1. 씨 뿌리기, 심기
  2. 씨앗, 씨
  3. 작물, 산물, 수확, 그루
  4. 자손, 자식
  5. 정액, 씨
  1. A sowing
  2. The time for sowing
  3. seed
  4. produce, harvest, crop
  5. offspring
  6. semen

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σπόρος

씨 뿌리기가

σπόρω

씨 뿌리기들이

σπόροι

씨 뿌리기들이

속격 σπόρου

씨 뿌리기의

σπόροιν

씨 뿌리기들의

σπόρων

씨 뿌리기들의

여격 σπόρῳ

씨 뿌리기에게

σπόροιν

씨 뿌리기들에게

σπόροις

씨 뿌리기들에게

대격 σπόρον

씨 뿌리기를

σπόρω

씨 뿌리기들을

σπόρους

씨 뿌리기들을

호격 σπόρε

씨 뿌리기야

σπόρω

씨 뿌리기들아

σπόροι

씨 뿌리기들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ, τῇ δὲ ἑβδόμῃ καταπαύσεις. τῷ σπόρῳ καὶ τῷ ἀμήτῳ κατάπαυσις. (Septuagint, Liber Exodus 34:21)

    (70인역 성경, 탈출기 34:21)

  • καὶ καταλήψεται ὑμῖν ὁ ἁλοητὸς τὸν τρυγητόν, καὶ ὁ τρυγητὸς καταλήψεται τὸν σπόρον, καὶ φάγεσθε τὸν ἄρτον ὑμῶν εἰς πλησμονὴν καὶ κατοικήσετε μετὰ ἀσφαλείας ἐπὶ τῆς γῆς ὑμῶν, καὶ πόλεμος οὐ διελεύσεται διὰ τῆς γῆς ὑμῶν. (Septuagint, Liber Leviticus 26:5)

    (70인역 성경, 레위기 26:5)

  • καὶ ἔσται εἰς κενὸν ἡ ἰσχὺς ὑμῶν, καὶ οὐ δώσει ἡ γῆ ὑμῶν τὸν σπόρον αὐτῆς, καὶ τὸ ξύλον τοῦ ἀγροῦ ὑμῶν οὐ δώσει τὸν καρπὸν αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Leviticus 26:20)

    (70인역 성경, 레위기 26:20)

  • Ἐὰν δὲ ἀπὸ τοῦ ἀγροῦ τῆς κατασχέσεως αὐτοῦ ἁγιάσῃ ἄνθρωπος τῷ Κυρίῳ, καὶ ἔσται ἡ τιμὴ κατὰ τὸν σπόρον αὐτοῦ, κόρου κριθῶν πεντήκοντα δίδραχμα ἀργυρίου. (Septuagint, Liber Leviticus 27:16)

    (70인역 성경, 레위기 27:16)

  • ἔστι γὰρ ἡ γῆ, εἰς ἣν εἰσπορεύῃ ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν, οὐχ ὥσπερ γῆ Αἰγύπτου ἐστίν, ὅθεν ἐκπεπόρευσθε ἐκεῖθεν, ὅταν σπείρωσι τὸν σπόρον καὶ ποτίζωσι τοῖς ποσὶν αὐτῶν ὡσεὶ κῆπον λαχανείας. (Septuagint, Liber Deuteronomii 11:10)

    (70인역 성경, 신명기 11:10)

  • σπόρος αὐτῶν κατὰ ψυχήν, τὰ δὲ τέκνα αὐτῶν ἐν ὀφθαλμοῖς. (Septuagint, Liber Iob 21:8)

    (70인역 성경, 욥기 21:8)

  • ἡμέρας ἐνιαυτοῦ μνείαν ποιήσασθε ἐν ὀδύνῃ μετ᾿ ἐλπίδος. ἀνήλωται ὁ τρυγητός, πέπαυται ὁ σπόρος καὶ οὐκέτι μὴ ἔλθῃ. (Septuagint, Liber Isaiae 32:10)

    (70인역 성경, 이사야서 32:10)

  • ὁ δὲ λιμὸς οὐκ ἐδίδου χρόνον οὐδ ὡρ´ας ἐτησίους σπόρος οὐκ ὢν τότ ἀνέμενε. (Plutarch, De esu carnium I, chapter, section 2 6:3)

    (플루타르코스, De esu carnium I, chapter, section 2 6:3)

  • τούτων δὲ πάντων ἱερώτατός ἐστιν ὁ γαμήλιος σπόρος καὶ ἄροτος ἐπὶ παίδων τεκνώσει. (Plutarch, Conjugalia Praecepta, chapter, section 42 2:1)

    (플루타르코스, Conjugalia Praecepta, chapter, section 42 2:1)

  • πελειάδας δ ὁ ποιητὴς καλεῖ νῦν τὰς Πλειάδας, πρὸς ἃς σπόρος τε καὶ ἀμητός,8 καὶ τῶν καρπῶν ἀρχὴ γενέσεως καὶ συναιρέσεως,9 καθά φησι καὶ Ἡσίοδος: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 79 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 79 1:4)

유의어

  1. 씨 뿌리기

  2. The time for sowing

  3. 씨앗

  4. 작물

  5. 자손

  6. 정액

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION