- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θερισμός?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: therismos 고전 발음: [테리] 신약 발음: [태리]

기본형: θερισμός

어원: θερίζω

  1. 수확, 추수, 여름
  2. 작물, 수확, 그루
  1. reaping-time, harvest
  2. the harvest, crop

예문

  • πάσας τὰς ἡμέρας τῆς γῆς, σπέρμα καὶ θερισμός, ψῦχος καὶ καῦμα, θέρος καὶ ἔαρ, ἡμέραν καὶ νύκτα οὐ καταπαύσουσι. (Septuagint, Liber Genesis 8:22)

    (70인역 성경, 창세기 8:22)

  • οὐχὶ θερισμὸς πυρῶν σήμερον; ἐπικαλέσομαι Κύριον, καὶ δώσει φωνὰς καὶ ὑετόν, καὶ γνῶτε καὶ ἴδετε ὅτι ἡ κακία ὑμῶν μεγάλη, ἣν ἐποιήσατε ἐνώπιον Κυρίου, αἰτήσαντες ἑαυτοῖς βασιλέα. (Septuagint, Liber I Samuelis 12:17)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 12:17)

  • ὑποκάτωθεν αἱ ρίζαι αὐτοῦ ξηρανθήσονται, καὶ ἐπάνωθεν ἐπιπεσεῖται θερισμὸς αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Iob 18:16)

    (70인역 성경, 욥기 18:16)

  • τότε λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ Ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι: (, chapter 1 353:1)

    (, chapter 1 353:1)

  • ὁ δὲ θερισμὸς συντέλεια αἰῶνός ἐστιν, οἱ δὲ θερισταὶ ἄγγελοί εἰσιν. (, chapter 11 133:1)

    (, chapter 11 133:1)

유의어

  1. 수확

  2. 작물

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION