헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σοφιστής

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σοφιστής σοφιστοῦ

형태분석: σοφιστ (어간) + ης (어미)

어원: sofi/zomai

  1. 철학자, 철인
  2. 선생, 선생님, 스승
  3. 사기꾼, 부정행위, 사기, 강도
  1. A master of one's craft
  2. One who is wise, prudent, a philosopher
  3. teacher, tutor
  4. (slang)(pejorative) One who makes a profit off of false wisdom: cheat, swindler

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καίτοι τί δεῖ καινὴν ἐπὶ σὲ κατηγορίαν ζητεῖν μετὰ τὴν θαυμαστὴν τραγῳδίαν λέγουσαν μισῶ σοφιστήν, ὅστισ οὐχ αὑτῷ σοφόσ; (Lucian, Apologia 13:1)

    (루키아노스, Apologia 13:1)

  • σοῦ μέντοι καὶ θαυμάσαιμ̓ ἂν ἐπιτιμῶντόσ μου τῷ νυνὶ βίῳ, εἴ γε ἐπιτιμῴησ, ὃν πρὸ πολλοῦ ᾔδεισ ἐπὶ ῥητορικῇ δημοσίᾳ μεγίστασ μισθοφορὰσ ἐνεγκάμενον, ὁπότε κατὰ θέαν τοῦ ἑσπερίου Ὠκεανοῦ καὶ τὴν Κελτικὴν ἅμα ἐπιὼν ἐνέτυχεσ ἡμῖν τοῖσ μεγαλομίσθοισ τῶν σοφιστῶν ἐναριθμουμένοισ. (Lucian, Apologia 34:3)

    (루키아노스, Apologia 34:3)

  • ἀλλ’ ὅμωσ οἱ μάταιοι καὶ βοῶσι καὶ μεταστειλάμενοί τινα θρήνων σοφιστὴν πολλὰσ συνειλοχότα παλαιὰσ συμφορὰσ τούτῳ συναγωνιστῇ καὶ χορηγῷ τῆσ ἀνοίασ καταχρῶνται, ὅπη ἂν ἐκεῖνοσ ἐξάρχῃ πρὸσ τὸ μέλοσ ἐπαιάζοντεσ. (Lucian, (no name) 18:3)

    (루키아노스, (no name) 18:3)

  • εἰπὲ γοῦν μοι καὶ τόδε, εἰ Βάσσοσ ὁ ὑμέτεροσ ἐκεῖνοσ σοφιστὴσ ἢ Βάταλοσ ὁ αὐλητὴσ ἢ ὁ κίναιδοσ Ἡμιθέων ὁ Συβαρίτησ, ὃσ τοὺσ θαυμαστοὺσ ὑμῖν νόμουσ συνέγραψεν, ὡσ χρὴ λεαίνεσθαι ^ καὶ παρατίλλεσθαι καὶ πάσχειν καὶ ποιεῖν ἐκεῖνα, ‐ εἰ τούτων τισ νυνὶ λεοντῆν περιβαλόμενοσ καὶ ῥόπαλον ἔχων βαδίζοι, τί οἰεί φανεῖσθαι ^ τοῖσ ὁρῶσιν; (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 23:6)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 23:6)

  • ἐγκειμένου δὲ τοῦ σοφιστοῦ καὶ ἐρωτῶντοσ, τίνα δὲ καὶ ἐφόδια ἔχων, ὦ Δημῶναξ,. (Lucian, (no name) 12:4)

    (루키아노스, (no name) 12:4)

  • ὅπερ ὕστερον κατανοήσαντεσ, ἐπίτομόν τινα ταύτην ὁδὸν ἐσ γνῶσιν, Ἱππίασ τε ὁ ἐπιχώριοσ αὐτῶν σοφιστὴσ καὶ Πρόδικοσ ὁ Κεῖοσ καὶ Ἀναξιμένησ ὁ Χῖοσ καὶ Πῶλοσ ὁ Ἀκραγαντῖνοσ καὶ ἄλλοι συχνοὶ λόγουσ ἔλεγον ἀεὶ καὶ αὐτοὶ πρὸσ τὴν πανήγυριν, ἀφ̓ ὧν γνώριμοι ἐν βραχεῖ ἐγίγνοντο. (Lucian, Herodotus 6:1)

    (루키아노스, Herodotus 6:1)

  • πόθεν γὰρ ἐν Ἀρκαδίᾳ σοφιστὴσ ἢ φιλόσοφοσ; (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 11:6)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 11:6)

  • θρασὺσ γὰρ εἶ καὶ σοφιστήσ. (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 19:2)

    (루키아노스, Juppiter confuatus, (no name) 19:2)

  • τὸ μὲν ὅλον, ὦ Μίκυλλε, σοφιστὴσ ἄνθρωποσ ἦν χρὴ γάρ, οἶμαι, τἀληθῆ λέγειν ἄλλωσ δὲ οὐκ ἀπαίδευτοσ οὐδὲ ἀμελέτητοσ τῶν καλλίστων μαθημάτων· (Lucian, Gallus, (no name) 18:1)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 18:1)

유의어

  1. 철학자

  2. 선생

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION