헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σάκος

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σάκος σάκεος

형태분석: σακο (어간) + ς (어미)

어원: sa/ttw

  1. 방패
  2. 방패, 방어, 보호
  1. a shield
  2. (metaphoric) shield, defense

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σάκος

방패가

σάκει

방패들이

σάκη

방패들이

속격 σάκους

방패의

σάκοιν

방패들의

σακέων

방패들의

여격 σάκει

방패에게

σάκοιν

방패들에게

σάκεσιν*

방패들에게

대격 σάκος

방패를

σάκει

방패들을

σάκη

방패들을

호격 σάκος

방패야

σάκει

방패들아

σάκη

방패들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐδενὸσ εὐνάτειρα, Μακροπτολέμοιο δὲ μάτηρ, μαίασ ἀντιπέτροιο θοὸν τέκεν ἰθυντῆρα, οὐχὶ Κεράσταν, ὅν ποτ’ ἐθρέψατο ταυροπάτωρ, ἀλλ’ οὗ πιλιπὲσ αἶθε πάροσ φρένα τέρμα σάκουσ, οὔνομ’ ὅλον, δίζων, ὃσ τᾶσ Μέροποσ πόθον κούρασ γηρυγόνασ ἔχε τᾶσ ἀνεμώδεοσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 15, chapter 211)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 15, chapter 211)

  • ἑώσ ἀντεπινοήσαντεσ κοντοὺσ οἱ Ῥωμαῖοι μακροὺσ καὶ δρέπανα δήσαντεσ ἐπ’ ἄκρων τοὺσ σάκουσ ἀπέτεμνον. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 277:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 277:1)

  • πολλοὶ δὲ Σκοπάδῃσιν ἐλαυνόμενοι ποτὶ σακοὺσ μόσχοι σὺν κεραῇσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι, μυρία δ’ ἀμπεδίον Κραννώνιον ἐνδιάασκον ποιμένεσ ἔκκριτα μῆλα φιλοξείνοισι Κρεώνδαισ· (Theocritus, Idylls, 21)

    (테오크리토스, Idylls, 21)

유의어

  1. 방패

  2. 방패

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION