헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θρίξ

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θρίξ

형태분석: θριξ (어간) + ς (어미)

  1. 털, 머리카락
  1. hair

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 θρίξ

털이

τρίχε

털들이

τρίχες

털들이

속격 τριχός

털의

τριχοῖν

털들의

τριχῶν

털들의

여격 τριχί

털에게

τριχοῖν

털들에게

τριξίν*

털들에게

대격 τρίχα

털을

τρίχε

털들을

τρίχας

털들을

호격 θρίξς

털아

τρίχε

털들아

τρίχες

털들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐτμήθη τὰ πέταλα τοῦ χρυσίου τρίχεσ, ὥστε συνυφᾶναι σὺν τῇ ὑακίνθῳ καὶ τῇ πορφύρᾳ καὶ σὺν τῷ κοκκίνῳ τῷ διανενησμένῳ καὶ τῇ βύσσῳ τῇ κεκλωσμένῃ, ἔργον ὑφαντὸν ἐποίησαν αὐτό. (Septuagint, Liber Exodus 36:10)

    (70인역 성경, 탈출기 36:10)

  • καὶ πνεῦμα ἐπὶ πρόσωπόν μου ἐπῆλθεν, ἔφριξαν δέ μου τρίχεσ καὶ σάρκεσ. (Septuagint, Liber Iob 4:15)

    (70인역 성경, 욥기 4:15)

  • αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ὁ λόγοσ συνετελέσθη ἐπὶ Ναβουχοδονόσορ, καὶ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐξεδιώχθη καὶ χόρτον ὡσ βοῦσ ἤσθιε, καὶ ἀπὸ τῆσ δρόσου τοῦ οὐρανοῦ τὸ σῶμα αὐτοῦ ἐβάφη, ἕωσ οὗ αἱ τρίχεσ αὐτοῦ ὡσ λεόντων ἐμεγαλύνθησαν καὶ οἱ ὄνυχεσ αὐτοῦ ὡσ ὀρνέων. ‐ (Septuagint, Prophetia Danielis 4:30)

    (70인역 성경, 다니엘서 4:30)

  • τεκμήριον δὲ ὅτι ἤδη ἀσφαλέσ, ἐπειδὰν αἱ τρίχεσ ἀπορρέωσιν ἀθρόαι ἐπαφωμένῳ· (Arrian, Cynegeticus, chapter 31 5:2)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 31 5:2)

  • πώεα δ’ οὔ τι, οὕνεκ’ ἐπηεταναὶ τρίχεσ αὐτῶν, οὐ διάησιν ἲσ ἀνέμου Βορέου· (Hesiod, Works and Days, Book WD 59:8)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 59:8)

유의어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION