헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γραῖα

1군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γραῖα

  1. 할머니, 늙은 여성
  2. 무너진 벽, 옛날, 고대
  1. an old woman
  2. old, withered
  3. hair gray

예문

  • πότερα φάσγανον χερὶ λαβοῦσα γραίᾳ φῶτα βάρβαρον κτενεῖσ, ἢ φαρμάκοισιν ἢ ’πικουρίᾳ τινί; (Euripides, Hecuba, episode, iambics 6:10)

    (에우리피데스, Hecuba, episode, iambics 6:10)

  • ὦ γραῖα, ταὐτὰ ταῦτ’ ἔπη κἄλλωσ λέγειν ἔξεστι, πείσομαι γάρ· (Euripides, Helen, episode, dialogue 3:4)

    (에우리피데스, Helen, episode, dialogue 3:4)

  • εἰ γάρ τισ ἔροιτο ὅντιν’ οὖν ἢ ποιητῶν ἢ ῥητόρων, τίνα σεμνότητα ἢ καλλιλογίαν ταῦτ’ ἔχει τὰ ὀνόματα ἃ ταῖσ Βοιωτίαισ κεῖται πόλεσιν Ὑρία καὶ Μυκαλησσὸσ καὶ Γραῖα καὶ Ἐτεωνὸσ καὶ Σκῶλοσ καὶ Θίσβη καὶ Ὀγχηστὸσ καὶ Εὔτρησισ καὶ τἆλλ’ ἐφεξῆσ ὧν ὁ ποιητὴσ μέμνηται, οὐδεὶσ ἂν εἰπεῖν οὐδ’ ἥντιν’ οὖν ἔχοι· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1632)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1632)

  • τὸν δ’ ὑπὸ τῆσ γραὸσ τρεφόμενον παράσιτον Παυσίμαχοσ ἔλεγεν τοὐναντίον πάσχειν τῇ γραίᾳ συνόντα αὐτὸν γὰρ ἐν γαστρὶ λαμβάνειν ἀεί. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 48 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 48 1:2)

  • ξύνεσ δὲ τήνδ’ ὡσ κατηφὴσ καὶ συνωφρυωμένη χωρεῖ πρὸσ ἡμᾶσ γραῖα σημανοῦσά τι. (Sophocles, Trachiniae, episode4)

    (소포클레스, 트라키니아이, episode4)

유의어

  1. 할머니

  2. 무너진 벽

  3. hair gray

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION