헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πύργος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πύργος πύργου

형태분석: πυργ (어간) + ος (어미)

  1. 탑, 타워, 망대
  2. 요새, 잣, 성, 성곽
  3. 기둥, 구분, 분할
  1. tower, watchtower
  2. (in the plural) towered wall
  3. the part of the house where women live
  4. castle, fortress, bulwark
  5. (military) division, column

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πύργος

탑이

πύργω

탑들이

πύργοι

탑들이

속격 πύργου

탑의

πύργοιν

탑들의

πύργων

탑들의

여격 πύργῳ

탑에게

πύργοιν

탑들에게

πύργοις

탑들에게

대격 πύργον

탑을

πύργω

탑들을

πύργους

탑들을

호격 πύργε

탑아

πύργω

탑들아

πύργοι

탑들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπε τῷ Ἰούδᾳ. οἰκοδομήσωμεν τὰσ πόλεισ ταύτασ καὶ ποιήσωμεν τείχη καὶ πύργουσ καὶ πύλασ καὶ μοχλούσ, ἐν ᾧ τῆσ γῆσ κυριεύσομεν, ὅτι καθὼσ ἐξεζητήσαμεν Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, ἐξεζήτησεν ἡμᾶσ καὶ κατέπαυσεν ἡμᾶσ κυκλόθεν καὶ εὐώδωσεν ἡμῖν. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 14:7)

    (70인역 성경, 역대기 하권 14:7)

  • καὶ ᾠκοδόμησεν Ὀζίασ πύργουσ ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπὶ τὴν πύλην τῆσ γωνίασ καὶ ἐπὶ τὴν πύλην τῆσ φάραγγοσ καὶ ἐπὶ τῶν γωνιῶν καὶ κατίσχυσε. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 26:9)

    (70인역 성경, 역대기 하권 26:9)

  • καὶ ᾠκοδόμησε πύργουσ ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἐλατόμησε λάκκουσ πολλούσ, ὅτι κτήνη πολλὰ ὑπῆρχεν αὐτῷ ἐν Σεφηλᾷ καὶ ἐν τῇ πεδινῇ καὶ ἀμπελουργοὶ ἐν τῇ ὀρεινῇ καὶ ἐν τῷ Καρμήλῳ, ὅτι γεωργὸσ ἦν. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 26:10)

    (70인역 성경, 역대기 하권 26:10)

  • ἐν ὄρει Ἰούδα καὶ ἐν τοῖσ δρυμοῖσ καὶ οἰκήσεισ καὶ πύργουσ. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 27:4)

    (70인역 성경, 역대기 하권 27:4)

  • καὶ κατίσχυσεν Ἐζεκίασ καὶ ᾠκοδόμησε πᾶν τὸ τεῖχοσ τὸ κατεσκαμμένον καὶ πύργουσ καὶ ἔξω προτείχισμα ἄλλο καὶ κατίσχυσε τὸ ἀνάλημμα τῆσ πόλεωσ Δαυὶδ καὶ κατεσκεύασεν ὅπλα πολλά. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 32:5)

    (70인역 성경, 역대기 하권 32:5)

유의어

  1. towered wall

  2. the part of the house where women live

    • μυχός (the inmost part of a house, the women's apartments)
  3. 기둥

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION