προσχέω
ε-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
προσχέω
προσχεῶ
Structure:
προς
(Prefix)
+
χέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ταύτασ δὲ παραστησάμενοσ καὶ προσχὼν τῇ Μιτυλήνῃ τὴν μὲν πόλιν χάρακι διπλῷ ἐκ θαλάσσησ ἐσ θάλασσαν ἀπετείχισε, στρατόπεδα δὲ πέντε ἐποικοδομησάμενοσ τῆσ γῆσ ἐκράτει οὐ χαλεπῶσ. (Arrian, Anabasis, book 2, chapter 1 2:1)
- καὶ προσχὼν ἑώθεν Κύθνῳ τῇ νήσῳ τὴν μὲν ἡμέραν αὐτοῦ αὐλίζεται, ὡσ σαφέστερόν τε διαπυθέσθαι τὰ περὶ τῶν δέκα νεῶν καὶ ἅμα ἐν νυκτὶ φοβερώτερον προσπεσεῖν τοῖσ Φοίνιξιν· (Arrian, Anabasis, book 2, chapter 2 5:1)
- ἐσ δὲ τὴν ὑστεραίαν κατέπλει ὡσ ἐπὶ τὴν ἄλλην τὴν ἐν τῷ πόντῳ νῆσον, καὶ προσχὼν καὶ ταύτῃ ἔθυε καὶ ἐνταῦθα ἄλλασ αὖ θυσίασ ἄλλοισ τε θεοῖσ καὶ ἄλλῳ τρόπῳ· (Arrian, Anabasis, book 6, chapter 19 4:3)
- καίτοι φασί τινεσ τῶν ὑπὲρ τῶν ἄλλων ῥᾳδίωσ ἀπολογουμένων ὅτι ἀπεῖχεν, ὡσ ἐοίκεν, ἡ Φάροσ τότε τῆσ Αἰγύπτου πολὺ, νῦν δ’ ὁ ποταμὸσ συντέτμηκε προσχῶν ἀεί. (Aristides, Aelius, Orationes, 29:8)
Synonyms
-
to pour to or on
Derived
- ἀμφιχέω (to pour around, to pour or spread over, to be poured or shed around)
- ἀναχέω (to pour forth)
- διαχέω (to pour different ways, to disperse, to cut up)
- ἐγκαταχέω (to pour in besides)
- ἐγχέω (to pour in, to pour in wine, to fill the cup)
- εἰσχέω (to pour in or into, to stream in)
- ἐκπροχέω (to pour forth)
- ἐκχέω (I pour out, I spill, I utter )
- ἐπιπροχέω (to pour forth)
- ἐπιχέω (to pour water over, to pour or shed over, to pour or throw)
- καταχέω (I pour down, on, in)
- παραχέω (to pour in beside, pour in, to heap up on the side)
- παρεκχέω (to pour out by degrees, to overflow)
- περιχέω (to pour round or over, having spread, round)
- προχέω (to pour forth or forward, pouring over)
- συγχέω (to pour together, commingle, confound)
- συνεκχέω (to pour out together)
- ὑποχέω (to pour, placed under, to pour out;)
- χέω ( I pour, I shed , I smelt)