προκινδυνεύω
Non-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
προκινδυνεύω
προκινδυνεύσω
Structure:
προ
(Prefix)
+
κινδυνεύ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to run risk before, brave the first danger, bear the brunt of battle
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- κἀγὼ ἔδεισα τότε, ὦ Λεόντιχε, καὶ οἶσθα ὡσ εἰχόμην σου δεόμενοσ μὴ προκινδυνεύειν· (Lucian, Dialogi meretricii, 2:9)
- ἡ γὰρ] σὴ ἀπόνο[ια, ὦ Δημό]σθενεσ, ὑπ[ὲρ ἁπάντων] τῶν ἀδικούντων νῦν προκινδυνεύει καὶ προαναισχ[υν]τεῖ. (Hyperides, Speeches, 3:11)
- Οὐκ ἐπαινῶ τοῦτο, ὦ Ἀλέξανδρε, οὐχ ὅτι μὴ καλὸν οἰόμαι εἶναι καὶ τιτρώσκεσθαί ποτε τον βασιλέα καὶ προκινδυνεύειν τοῦ στρατοῦ, ἀλλ̓ ὅτι σοι τὸ τοιοῦτον ἥκιστα συνέφερε· (Lucian, Dialogi mortuorum, 8:2)
- "ἐγὼ παραβάλλομαι καὶ προκινδυνεύω" καλόν, ὦ Ζεῦ, κίνδυνον οὐ γάρ, ὡσ Πελοπίδασ ὑπὲρ τῆσ Θηβῶν ἐλευθερίασ ἢ ὡσ Ἁρμόδιοσ καὶ Ἀριστογείτων ὑπὲρ τῆσ Ἀθηναίων, προεκινδύνευσεν ὁ φιλόσοφοσ ὠμῷ πολύποδι διαμαχόμενοσ, ἵνα τὸν βίον ἀποθηριώσῃ; (Plutarch, De esu carnium I, chapter, section 6 1:1)
- Ἀριστείδησ δὲ πρῶτον μέν, ὡσ εἶδε, πολὺ προελθὼν ἐβόα, μαρτυρόμενοσ Ἑλληνίουσ θεούσ, ἀπέχεσθαι μάχησ καὶ μὴ σφίσιν ἐμποδὼν εἶναι μηδὲ κωλύειν ἐπαμύνοντασ τοῖσ προκινδυνεύουσιν ὑπὲρ τῆσ Ἑλλάδοσ, ἐπεὶ δ’ ἑώρα μὴ προσέχοντασ αὐτῷ καὶ συντεταγμένουσ ἐπὶ τὴν μάχην, οὕτω τῆσ ἐκεῖ βοηθείασ ἀποτραπόμενοσ συνέβαλε τούτοισ περὶ πεντακισμυρίουσ οὖσιν. (Plutarch, , chapter 18 5:1)
Derived
- ἀνακινδυνεύω (to run into danger again, to run a fresh risk)
- ἀποκινδυνεύω (to make a bold attempt or venture, try a forlorn hope, against)
- διακινδυνεύω (to run all risks, make a desperate attempt, hazard all)
- ἐπικινδυνεύομαι (to be risked)
- κινδυνεύω (to be daring, to make a venture, take the risk)
- παρακινδυνεύω (to make a rash venture, to venture, run the risk)
- συγκινδυνεύω (to incur danger along with, to be partners in danger)