προέρχομαι
비축약 동사;
이상동사
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
προέρχομαι
προῆλθον
προελήλυθα
형태분석:
προ
(접두사)
+
έ̓ρχ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
어원: like pro/eimi (which serves as the fut.)
뜻
- 전진하다, 나아가다, 행군하다, 행진하다
- 나아가다, 전진하다
- 선행하다, 먼저 가다
- 전진하다, 나아가다
- to go forward, go on, advance
- far advanced
- to go on
- having advanced
- to go before or first, to go before
- to advance
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- μόλισ καὶ χαλεπῶσ προερχόμενοσ, εἶτα παιδαρίοισ ἐντυχὼν καθ’ ὁδόν, ἠρώτησεν, εἴ τι γινώσκουσιν ἀναγκαιότερον ὂν τοῦ πείθεσθαι δεσπότῃ· (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 27 8:1)
(플루타르코스, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 27 8:1)
- εἰσ δὲ τὸ ἑξῆσ ἔτοσ αἱρεθεὶσ ὁ Κάτων στρατηγόσ οὐδὲν ἔδοξε προστιθέναι τῇ ἀρχῇ τοσοῦτον εἰσ σεμνότητα καὶ μέγεθοσ ἄρχων καλῶσ, ὅσον ἀφαιρεῖν καὶ καταισχύνειν ἀνυπόδητοσ καὶ ἀχίτων πολλάκισ ἐπὶ τὸ βῆμα προερχόμενοσ καὶ θανατικὰσ δίκασ ἐπιφανῶν ἀνδρῶν οὕτω βραβεύων. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 44 1:1)
(플루타르코스, Cato the Younger, chapter 44 1:1)
- Μαρίου δὲ καταπλεύσαντοσ ἐκ Λιβύησ καὶ τῷ Κίννᾳ προστιθέντοσ ἑαυτὸν ὡσ ἰδιώτην ὑπάτῳ, τοῖσ μὲν ἄλλοισ ἐδόκει δέχεσθαι, Σερτώριοσ δὲ ἀπηγόρευεν, εἴτε τὸν Κίνναν ἧττον οἰόμενοσ ἑαυτῷ προσέξειν ἀνδρὸσ ἡγεμονικωτέρου παρόντοσ, εἴτε τὴν βαρύτητα τοῦ Μαρίου δεδοικώσ, μὴ πάντα τὰ πράγματα συγχέῃ θυμῷ μέτρον οὐκ ἔχοντι, πέρα δίκησ ἐν τῷ κρατεῖν προερχόμενοσ, ἔλεγεν οὖν μικρὸν εἶναι τὸ ὑπολειπόμενον ἔργον αὐτοῖσ ἤδη κρατοῦσι, δεξαμένων δὲ τὸν Μάριον τὸ σύμπαν οἴσεσθαι τῆσ δόξησ ἐκεῖνον καὶ τῆσ δυνάμεωσ, χαλεπὸν ὄντα πρὸσ κοινωνίαν ἀρχῆσ καὶ ἄπιστον. (Plutarch, Sertorius, chapter 5 1:1)
(플루타르코스, Sertorius, chapter 5 1:1)
- ἐτέτακτο γὰρ ἑκάστησ ἡμέρασ τῷ καταλύτῃ τὸν ξένον διδόναι τέσσαρα τετράδραχμα καὶ παρέχειν δεῖπνον αὐτῷ καὶ φίλοισ, ὅσουσ ἂν ἐθέλῃ καλεῖν, ταξίαρχον δὲ πεντήκοντα δραχμὰσ λαμβάνειν τῆσ ἡμέρασ, ἐσθῆτα δὲ ἄλλην μὲν οἰκουρῶν, ἄλλην δὲ εἰσ ἀγορὰν προερχόμενοσ. (Plutarch, Sulla, chapter 25 2:2)
(플루타르코스, Sulla, chapter 25 2:2)
유의어
-
전진하다
- πρόειμι (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- προβαίνω (전진하다, 나아가다, 내다)
- προχωρέω (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- προτερέω (내밀다, ~주변을 돌아다니다, 늘어뜨리다)
- ἀνηγέομαι (전진하다, 나아가다)
- χωρέω (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- προβαίνω (전진하다, 나아가다)
- προχωρέω (전진하다, 나아가다)
- προκινέω (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- προβιβάζω (전진하다, 나아가다, 드높이다)
- προπίπτω (내밀다, 튀어나오다, 기울어지다)
-
far advanced
-
having advanced
- προχωρέω (전진하다, 나아가다)
- προβαίνω (전진하다, 나아가다)
- χωρέω (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- ἀνηγέομαι (전진하다, 나아가다)
- προεξάγω (~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다)
- πρόειμι (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- προποδίζω (to advance the foot)
- προσβαίνω (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- ἐμβαίνω (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- προπορεύομαι (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- ὑπέρχομαι (to advance slowly)
- καταβαίνω (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- προήκω (to have advanced, to have come)
-
선행하다
- φθάνω (to come or do first or before)
- προεξανίσταμαι (to rise and go out before or first)
- προκαθεύδω (to sleep before or first)
- προγράφω (미리 써보다, 처음 쓰다)
- πρόειμι (to go first, go in advance, to go before or in advance of)
- προαυδάω (to declare before or first)
- προερευνάομαι (to search out first or before)
- προήδομαι (to be pleased before or first)
- προαποθνήσκω (to die before or first)
- προαδικέω (to be the first in wronging, to be wronged before or first)
- προδανείζω (to lend before or first)
- προεμβαίνω (to embark first or before)
- ἄρχω (첫째가다, 먼저하다)
- προήκω (to have gone before, be the first)
- προαπόλλυμαι (to be first destroyed, to perish before or first)
- προπράσσω (to do before)
- πρόειμι (~주변을 돌아다니다, 막다)
- προεξέρχομαι (~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다)
- φθάνω (~주변을 돌아다니다, 막다, 예방하다)
- προποιέω (기대하다, 기다리다)
- προίζομαι (~앞에 앉다)
-
전진하다
- ἀνηγέομαι (전진하다, 나아가다)
- προχωρέω (전진하다, 나아가다)
- χωρέω (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- προβαίνω (전진하다, 나아가다)
- προεξάγω (~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다)
- πρόειμι (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- προποδίζω (to advance the foot)
- προσβαίνω (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- ἐμβαίνω (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- προπορεύομαι (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- ὑπέρχομαι (to advance slowly)
- καταβαίνω (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- προήκω (to have advanced, to have come)
파생어
- ἀμφέρχομαι (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- ἀνέρχομαι (오르다, 세워지다, 올라가다)
- ἀπέρχομαι (떠나다, 은퇴하다, 퇴직하다)
- διέρχομαι (통과하다, 겪다, 통하다)
- εἰσέρχομαι (들어가다, 입장하다, 침입하다)
- ἐξέρχομαι (나가다, 나오다, 사귀다)
- ἐπέρχομαι (마주치다, 입장하다, 우연히 만나다)
- ἔρχομαι (오다, 가다)
- κατέρχομαι (되돌아가다, 반환하다, 다녀오다)
- μετέρχομαι (뒤따르다, 따르다, 따라가다)
- παρεξέρχομαι (도망치다, 등한시하다, 위반하다)
- περιέρχομαι (돌다, 둘러가다, 돌아다니다)
- προαπέρχομαι (to go away before)
- προσέρχομαι (항복하다, 포기하다, 배반하다)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- συνέρχομαι (모으다, 짜다, 집합시키다)
- ὑπεισέρχομαι (마음 속으로 들어가다)
- ὑπεξέρχομαι (철수하다, 물러나다, 철수시키다)
- ὑπερέρχομαι (도망치다, 등한시하다, 우수하다)